Χριστιανισμός, Ισλάμ και δουλεία

Κάποιοι κατηγορούν πως δήθεν η Αγία Γραφή υποστηρίζει την δουλεία. Ειδικά οι μουσουλμάνοι απολογητές που προσπαθούν να κουκουλώσουν το ότι το Ισλάμ στηρίζεται στην υποδούλωση των «απίστων», εκτοξεύουν μεγάλες κατηγορίες και αναφέρονται στους «χριστιανούς» δουλέμπορους (όπως και στους «χριστιανούς» σταυροφόρους). Ας δούμε όμως τι πράγματι η Αγία Γραφή λέει για την Δουλεία και τι έκαναν οι πιστοί χριστιανοί, ξεκινώντας πρώτα από την Παλαιά Διαθήκη και συνεχίζοντας με την Καινή Διαθήκη και τους Πατέρες της Εκκλησίας.

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ

Όσοι Εβραίοι είχαν γίνει δούλοι, μετά από έξι χρόνια δουλείας, ο Νόμος του Θεού απαιτούσε την απελευθέρωσή τους ΔΩΡΕΑΝ (Έξοδος 21:2).

Οι Εβραίοι δούλοι έπρεπε να αντιμετωπίζονται σαν μισθωτοί κι όχι ως δούλοι (Λευιτικό 25:39-43).

Επίσης, στην Παλαιά Διαθήκη τιμωρούνταν με θανατική ποινή όσοι κάνανε βίαια  Εβραίους δούλους (Δευτερονόμιο 24:7).

Στους Εβραίους δούλους όταν απελευθερώνονταν τον 7ο χρόνο, έπρεπε να τους δοθεί και κάποια «προίκα» (Δευτερονόμιο 15:12-14). Συγκεκριμένα:

12 Αν ο αδελφός σου, Εβραίος ή Εβραία, πουληθεί σε σένα, θα σε δουλέψει έξι χρόνια, και τον έβδομο χρόνο θα τον εξαποστείλεις ελεύθερο από σένα. 13 Και όταν τον εξαποστείλεις ελεύθερο από σένα, δεν θα τον εξαποστείλεις αδειανόν· 14 θα τον εφοδιάσεις οπωσδήποτε από τα πρόβατά σου, και από το αλώνι σου, και από τον ληνό σου· από ό,τι ο Κύριος ο Θεός σου σε ευλόγησε, θα δώσεις σ’ αυτόν. 15 Και θα θυμηθείς ότι στάθηκες δούλος στη γη της Αιγύπτου, και ο Κύριος ο Θεός σου σε λύτρωσε· γι’ αυτό κι εγώ σε προστάζω σήμερα αυτό το πράγμα.

Εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί οι μουσουλμάνοι απολογητές ισχυρίζονται ότι και το Κοράνι και το Ισλάμ δίνουν δικαίωμα στους σκλάβους να κερδίσουν την ελευθερία τους και να πάρουν κάποια «προίκα» (Κοράνι 24:33). Ο στίχος, όπως τον μεταφράζουν στα ελληνικά οι καθηγητές του Αλ-Άζχαρ, λέει:

«Κι αν κανείς από τους σκλάβους σας που το δεξί σας χέρι εξουσιάζει (οι δούλοι να ζητήσουν με γραπτή αίτηση την ελευθερία τους (με τίμημα) κάνετέ τους αυτή τη χάρη, αν ξέρετε ανάμεσά τους κανέναν που να αξίζει αυτό το καλό. Και δώστε τους από την περιουσία του ΑΛΛΑΧ που σας έχει δώσει.»

Αρχικά δίνεται την εντύπωση ότι κι εδώ υπονοείται ένα «προίκισμα» του σκλάβου όπως στο Δευτερονόμιο 15:12-14. Ξενίζει βέβαια η έκφραση «με τίμημα» που έχουν παρεμβάλλει σε παρένθεση οι μεταφραστές, ακριβώς για να μην μπερδέψουμε το περιεχόμενο αυτού του στίχου με την άνευ όρων προίκα στον ελευθερωμένο δούλο, την οποία διατάζει ο Θεός τους Εβραίους να δίνουν!

Το Sahih International (http://quran.com/24/33) αποδίδει το απόσπασμα ως εξής:

«Κι αυτοί που ζητούν ένα συμβόλαιο [για απελευθέρωση εν καιρώ] ανάμεσα σ’ αυτούς που το δεξί σας χέρι εξουσιάζει – τότε κάντε ένα συμβόλαιο μαζί τους αν ξέρετε ότι υπάρχει σ’ αυτούς καλοσύνη και δώστε τους από τον πλούτο του Αλλάχ τον οποίο Εκείνος σας έχει δώσει.»

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο στίχος δεν «δίνει σε κάθε σκλάβο το δικαίωμα», αλλά μιλάει γι’ αυτούς που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τίμημα για την ελευθερία τους, και πιο ειδικά για αυτούς που και είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τίμημα, και κατά την κρίση του αφέντη τους, «αξίζουν αυτο το καλό». Αν δηλ. ο αφέντης κρίνει ότι δεν αξίζει στον σκλάβο αυτό το «καλό», να αποκτήσει την ελευθερία του πληρώνοντας, η διαταγή ή σύσταση δεν ισχύει, κι ας είναι πρόθυμος ο σκλάβος να πληρώσει τίμημα.

Ο Ιμπν Αμπάς, ένας από τους Σαχάμπα (συντρόφους) του Μουχάμμαντ, ερμηνεύει την «καλοσύνη» των σκλάβων ως εξής: «είναι δίκαιοι και τηρούν τις υποσχέσεις τους», προφανώς ώστε να είναι ο δουλοκτήτης σίγουρος ότι θα κερδίσει από αυτή τη συμφωνία. Σημειώνει επίσης ότι καλείται ο δουλοκτήτης να χαρίσει ένα μέρος του ποσού που συμφώνησε αρχικά με τον δούλο, και ουσιαστικά αυτό είναι η «δωρεά» για την οποία καυχιούνται οι απολογητές του Ισλάμ! Το ταφσίρ Αλ-Τζαλαλαΰν γράφει: «Αν γνωρίζετε να υπάρχει σ’ αυτούς κάποιο καλό, όπως η αξιοπιστία και η ικανότητα να κερδίζουν [εισόδημα] για να ξεπληρώσουν το ποσό που αναφέρεται στη γραπτή σύμβαση». Και το ταφσίρ Ιμπν Καθίρ: «Αυτή είναι μια εντολή από τον Αλλάχ προς τους ιδιοκτήτες σκλάβων: αν οι υπηρέτες τους τους ζητούν σύμβαση χειραφέτησης, πρέπει να τη γράψουν γι ‘αυτούς, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπηρέτης έχει κάποια ικανότητα και μέσα βιοπορισμού, έτσι ώστε να μπορεί να πληρώσει στον κύριό του τα χρήματα που προβλέπονται στη σύμβαση. Δείτε περισσότερες λεπτομέρειες εδώ: https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/04/16/slavery-reforms/

Οπότε η απελευθέρωση ενός δούλου με ικανότητες ήταν κερδοφόρα για τον δουλοκτήτη, ο οποίος παραχωρούσε «από τον πλούτο που ο Αλλάχ του είχε δώσει» ένα αρχικό κεφάλαιο στο δούλο για να το αυξήσει. Στη συνέχεια ο δουλοκτήτης καρπωνόταν το κέρδος χωρίς να έχει κουνήσει το δαχτυλάκι του. Η κατάσταση θυμίζει την εξαγορά των αιχμαλώτων πολέμου από τους δικούς τους, από την οποία αποκόμιζαν κέρδος οι μουσουλμάνοι, μόνο που στην περίπτωση αυτή ο σκλάβος προσφέρει τα χρήματα ο ίδιος για τον εαυτό του. Καμία σχέση λοιπόν δεν έχουν αυτά με την υποχρεωτική απελευθέρωση και προίκιση δούλων που απαιτεί ο Θεός από τους Εβραίους.

Το ίδιο δεν έχει σχέση η σύσταση για την απελευθέρωση σκλάβων, ιδιαίτερα “αυτών που πιστεύουν (στο Ισλάμ)” (2:177) αφού είναι σύσταση και όχι διαταγή, όπως στην Παλαιά Διαθήκη. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με τον παραδοσιακό ισλαμικό νόμο (fiqh) αν ένας μη μουσουλμάνος μεταστραφεί στο Ισλάμ μετά την υποδούλωσή του, αυτός ή αυτή εξακολουθεί να είναι σκλάβος και μπορεί να αγοραστεί και να πωληθεί νομίμως όπως και κάθε άλλος σκλάβος, χωρίς να πρέπει υποχρεωτικά να απελευθερωθεί μετά από 7 έτη όπως προβλέπει το Δευτερονόμιο για τους Εβραίους. Ο κανόνας αυτός κλείνει ένα πιθανό «παραθυράκι» που επιτρέπει σε σκλάβους να αποκτούν την ελευθερία τους από το απλό γεγονός της μεταστροφής. (Βλ. περισσότερα εδώ: https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/02/22/islam-slavery1/)

Ούτε όμως και η απελευθέρωση ενός δούλου που απαιτείται ως εξιλέωση για ορισμένα παραπτώματα (4:92, 58:3) έχει σχέση με την υποχρεωτική απελευθέρωση όλων των Εβραίων δούλων, που επιτάσσει η Π.Δ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ, ΕΒΡΑΙΟΥΣ & ΕΘΝΙΚΟΥΣ

Για όλους τους δούλους, Εβραίους και Εθνικούς, ίσχυαν σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη τα εξής:

Απαγορευόταν να σκοτώσει ή να προκαλέσει κανείς βλάβη στον δούλο του. Αν κανείς προξενούσε ζημιά σε δούλο του, έπρεπε να τον ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ (Έξοδος 21:20, 26-27). Απαγορεύονταν να καταδυναστεύει κανείς τους δούλους του (Δευτερονόμιο 23:15-16).

Υποχρεωτικά έπρεπε οι δούλοι, όπως και οι ελεύθεροι, να έχουν ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ την εβδομάδα (Δευτερονόμιο 5:14).

Συνεπώς η Δουλεία στη Παλαιά Διαθήκη δεν είχε καμιά σχέση με την απάνθρωπη δουλεία στους ειδωλολατρικούς λαούς!

Ας δούμε όμως λίγα για τη διαβίωση των δούλων στις παγανιστικές κοινωνίες, την ίδια εποχή που οι Εβραίοι είχαν αυτούς τους κανονισμούς, και αργότερα.

«…στην αρχαία Ελλάδα οι δημόσιοι και ιδιωτικοί δούλοι δεν είχαν, θεωρητικά, κανένα δικαίωμα. Εθεωρούντο νομίμως σαν κινητά πράγματα, που μπορούσαν να νοικιαστούν ή να προσφερθούν ως ενέχυρο. Δεν είχαν καμιά νομική υπόσταση και δεν μπορούσαν να παρουσιασθούν ως μάρτυρες στο δικαστήριο. Όμως, αν ο κύριος τους ήταν αναμεμιγμένος σε κάποια δικαστική υπόθεση, μπορούσε, και συχνά το έκανε, να προτείνει να βασανισθούν οι δούλοι του, για να επιβεβαιώσουν, κάτω από την δοκιμασία αυτή, την ακρίβεια των δικών του ισχυρισμών.
Οι ενώσεις μεταξύ δούλων δεν είχαν κανένα νομικό χαρακτήρα και μπορούσαν να γίνουν μόνο με την συγκατάθεση του κυρίου τους, στον οποίο και ανήκαν τα παιδιά που προέρχονταν από τις ενώσεις αυτές – που, όπως εύκολα καταλαβαίνεις, γίνονταν κι αυτά δούλοι. Κάθε δούλος που δραπέτευε τιμωρούνταν σκληρά και σημαδευόταν με καυτό σίδερο. Ακόμα, επειδή οι δούλοι θεωρούνταν αντικείμενα (res) κατά τον ρωμαϊκό νόμο – που ήταν σε ευθυγράμμιση με τον ελληνικό – όταν πλέον δεν απόδιδαν στην εργασία (γέροι ή άρρωστοι) μεταφέρονταν σε μια νησίδα στον Τίβερη όπου και πέθαιναν αφημένοι στην τύχη τους από την πείνα. Ο Οβίδιος περιγράφει ότι οι ευγενείς Ρωμαίες δέσποινες την ώρα της τουαλέτας τους κρατούσαν στα χέρια τους αιχμηρά στιλέτα με τα οποία τρυπούσαν τις οκνηρές και τις ανυπάκουες δούλες… Εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι μαχαίρωναν και τις δούλες που δεν γούσταραν γενικώς, π.χ. αυτές τις οποίες έδειχνε να γουστάρει ο σύζυγος… Ακόμα χειρότερα, ο Πολλιόνε, φίλος του Αυγούστου, διασκέδαζε όταν έβλεπε τις σμέρνες να τρώνε τους δούλους. Ο Λούκιος Κόιντος Φλαμινίνος σκότωσε έναν υπηρέτη του για να απολαύσει το θέαμα ένας φίλος του.» (Πηγή: http://www.expaganus.com/xristian-douleia.htm)

Ο ευνοϊκός για τους δούλους Μωσαϊκός Νόμος ίσχυε 1400 χρόνια πριν ο Μουχάμμαντ λάβει τις «αποκαλύψεις» του. Να σημειώσουμε ότι και το Ισλάμ έχει περιορισμούς στην κακομεταχείριση των δούλων. Επιτρέπεται για παράδειγμα, να δείρει κάποιος τον δούλο/δούλα του για να τον τιμωρήσει για παράπτωμα, αλλά απαγορεύεται κατά τον ξυλοδαρμό να δώσει χτύπημα στο πρόσωπο. Αν ο ιδιοκτήτης χτυπήσει το δούλο/δούλα στο πρόσωπο, πρέπει να τον απελευθερώσει. Επίσης, οι ποινές των δούλων για τα αδικήματα είναι οι μισές απ’ ότι για τους ελεύθερους, γιατί θεωρούνται δεύτερης κατηγορίας πολίτες, κάτι μεταξύ ανθρώπου και κτήματος (Brunschvig. ‘Abd; Encyclopedia of Islam). Όμως τα μικρά δικαιώματα που δίνει το Ισλάμ στους δούλους είναι μηδαμινά μπροστά στο γεγονός ότι δέχεται και επικροτεί τον θεσμό της δουλείας, και φυσικά στο γεγονός ότι το κάνει πολλά χρόνια μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού.

ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ – ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Αν η Παλαιά Διαθήκη βελτιώνει τη θέση των δούλων, ο Χριστιανισμός με την Καινή Διαθήκη και τους Πατέρες δίνει στη δουλεία το τελειωτικό χτύπημα.

Ήδη η Κ.Δ. καταδικάζει με φοβερό τρόπο την υποδούλωση ανθρώπων, αναφέροντας ότι το δουλεμπόριο ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ στην χριστιανική διδασκαλία και τοποθετώντας αυτούς που αιχμαλωτίζουν και πουλούν ανθρώπους ως δούλους στην ίδια μοίρα με τους πατροκτόνους και μητροκτόνους, τους φονιάδες γενικότερα, τους πόρνους, επίορκους και άλλους που αμαρτάνουν καταπατώντας το θέλημα του Θεού. Στην Α΄ Τιμ. 1:9-11 αναφέρεται:

«9 …ο νόμος δεν τέθηκε για τον δίκαιο, αλλά για τους άνομους και ανυπότακτους, τους ασεβείς και τους αμαρτωλούς, τους ανόσιους και βέβηλους, τους πατροκτόνους και μητροκτόνους, τους φονιάδες, 10 πόρνους, αρσενοκοίτες, αυτούς που αιχμαλωτίζουν και πουλούν ανθρώπους ως δούλους (ανδραποδισταίς), ψεύτες, επίορκους, και οτιδήποτε άλλο αντιβαίνει στην υγιαίνουσα διδασκαλία…»

(«…δικαίω νόμος ου κείται, ανόμοις δέ καί ανυποτάκτοις, ασεβέσι καί αμαρτωλοίς, ανοσίοις καί βεβήλοις…ανδραποδισταίς, ψεύσταις, επιόρκοις, καί εί τι έτερον τή υγιαινούση διδασκαλία αντίκειται».)

Κάποιοι παρερμηνεύουν άλλα χωρία ότι τάχα η Καινή Διαθήκη ευνοεί τη δουλεία. Δεν μπορεί να την ευνοεί όταν η πράξη υποδούλωσης ανθρώπων χαρακτηρίζεται άνομη, ανόσια και βέβηλη. Εκείνα τα χωρία λοιπόν της Κ.Δ. που τάχα ευνοούν τη δουλεία, το μόνο που δείχνουν, όπως λέει ο Αγουρίδης, είναι ότι ο Παύλος δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί η πίστη στον Χριστό ως ένα απλό κοινωνικό κίνημα, που το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να φέρει βία και επιφανειακές αλλαγές, όπου οι πρότεροι δούλοι, απλά θα γίνονταν κύριοι, και οι κύριοι θα γίνονταν δούλοι. Το ζητούμενο ήταν να εξαφανιστούν οι διακρίσεις μέσα από τις εν Χριστώ σχέσεις που θα αναπτύσσονταν και όχι να γίνουν για άλλη μία φορά οι μισοί κύριοι και οι άλλοι μισοί δούλοι και το αντίστροφο.

Ο απόστολος Παύλος θεωρεί αυτονόητο ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι! “Δεν υπάρχει Ιουδαίος και Έλληνας” (εθνικός) “ούτε δούλος και ελεύθερος ούτε αρσενικό και θηλυκό, όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού” (Γαλάτας 3, 28). Είναι ίσως ο πρώτος αρχαίος συγγραφέας που θεωρεί αυτονόητα ελεύθερους τους δούλους (ούτε στον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη ή τους άλλους μεγάλους φιλοσόφους συμβαίνει αυτό). Στο νου του, οι δούλοι είναι απόλυτα ισότιμοι με τους ελεύθερους και με τους ίδιους τους κυρίους τους, και αυτό είναι που καθορίζει και τις μεταξύ τους σχέσεις. Μιλώντας ο Παύλος για την αγάπη, για τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις, για τη θεία Μετάληψη, το θάνατο και την ανάσταση, τη χάρη του Θεού, την ελευθερία και την ειρήνη, δεν ξεχωρίζει ελεύθερους και δούλους. Ομοίως, δούλοι και ελεύθεροι, όπως και πλούσιοι και φτωχοί, συμμετείχαν ισότιμα στη θεία Μετάληψη, αλλά και στα κοινά δείπνα, τις γνωστές “αγάπες”.

Άλλωστε ο ίδιος ο Παύλος και οι συνεργάτες του, καθώς και όλοι οι απόστολοι, υπηρετούσαν τους άλλους, δεν εξουσίαζαν. Ενεργούσαν “εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς” κ.τ.λ., κι όμως θεωρούσαν τον εαυτό τους ελεύθερο απ’ όλα: “εν αγάπη ανυποκρίτω, εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, δια των όπλων της δικαιοσύνης των δεξιών και αριστερών, δια δόξης και ατιμίας, δια δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι και αληθείς… ως αποθνήσκοντες και ιδού, ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι και πάντοτε χαίροντες, ως πτωχοί και πολλούς πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες” (Β΄ Κορινθ. κεφ. 6).

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Παύλος, όπως τον μέμφονται, δεν προτρέπει στους χριστιανούς δούλους να απαιτήσουν, η έστω να επιδιώξουν, την ελευθερία τους και δεν απαιτεί από τους χριστιανούς που έχουν δούλους να τους ελευθερώσουν. Τονίζει όμως: “οι δούλοι να αγαπάτε τους κυρίους σας και οι κύριοι τους δούλους, ξέροντας οι δούλοι ότι είστε πλέον ελεύθεροι (σας ελευθέρωσε ο Χριστός, δίνοντας το αίμα Του στο σταυρό) και οι κύριοι ότι έχετε κι εσείς Κύριο στον ουρανό. Είστε λοιπόν ίσοι μ’ εκείνους που θεωρείτε δούλους σας και πρέπει να τους συμπεριφέρεστε ανάλογα, γιατί αυτός ο Κύριος δεν κάνει διακρίσεις και δε μεροληπτεί” (βλ. Α΄ Κορινθ., 7, 17-24, Εφεσίους 6, 5-9). “Ο Χριστός μας ελευθέρωσε για να μείνουμε ελεύθεροι. Μείνετε λοιπόν ελεύθεροι και μην ξαναπέσετε στο ζυγό της δουλείας” γράφει. Ο Θεός κάλεσε τους ανθρώπους “επ’ ελευθερία”, αλλά η ελευθερία αυτή πραγματοποιείται όταν υπηρετούμε ο ένας τον άλλον δια της αγάπης (Γαλάτας, 5, 1, 13 και εξής). “Δέξου τον Ονήσιμο” (το δραπέτη δούλο) “όχι ως δούλο, αλλά ως αγαπητό αδελφό, σα να δεχόσουν εμένα”, γράφει ο Παύλος από τη φυλακή προς το χριστιανό Φιλήμονα (επιστολή προς Φιλήμονα. Ο άγιος Ονήσιμος, προστάτης άγιος των φυλακισμένων, παρέμεινε δούλος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι ελεύθερος, δηλαδή άγιος.

“Αυτός που ονομάζεται δούλος απελευθερώθηκε από το Χριστό”, γράφει ο Παύλος, “και εκείνος που ονομάζεται ελεύθερος είναι δούλος του Χριστού. Εξαγοραστήκατε” (=με το αίμα του Χριστού, άρα απελευθερωθήκατε). Και προσθέτει τη φράση κλειδί: “μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων” (Α΄ Κορινθ. 7, 22)!

Μερικοί θα θέλανε να σηκώσει σπαθί ο Παύλος και να φωνάξει “ελευθερία η θάνατος! Καθάρματα, αφήστε τους δούλους σας ήσυχους! Δούλοι, ξυπνάτε, για ν’ ανακτήσετε την ελευθερία σας! Ο Χριστός μαζί μας!”.

Αυτό θα ήταν ωραίος σοσιαλισμός ή γαλλικός Διαφωτισμός, αλλά, ως χριστιανικό κήρυγμα, έχει δύο προβλήματα. Πρώτον, συνεπάγεται σφαγή. Όχι μόνο βέβαιη σφαγή των δούλων από τις ανίκητες ρωμαϊκές λεγεώνες (πρβ. την περίπτωση του Σπάρτακου), αλλά και των ίδιων των ελεύθερων, πράγμα που, για τους χριστιανούς, σημαίνει απλά και μόνο σφαγή –γιατί κι ο κακός είναι αδελφός μας και θέλουμε τη σωτηρία του, όχι την τιμωρία του ή την εκδίκηση απ’ αυτόν.

Δεύτερον, τον πρώτο αιώνα οι χριστιανοί περίμεναν από μέρα σε μέρα τη δευτέρα παρουσία (“είναι ήδη ώρα να ξυπνήσουμε” λέει ο Παύλος, Ρωμ. 13, 11). Γιατί λοιπόν να βάψουν τα χέρια τους με αίμα, αφού πολύ σύντομα ο “παρών κόσμος”, ο κόσμος της αδικίας και της πτώσης, θα έσβηνε απ’ το χάρτη;

Είναι όμως ολοφάνερο, ότι χάρη σε αυτή τη χριστιανική διδασκαλία που περιγράφει ο Παύλος, οι χριστιανοί κατάργησαν ουσιαστικά τη δουλεία. Γράφει ο Λακτάντιος, απολογητής που έζησε το 260-330 σχετικά με την κατάργηση της δουλείας στους χριστιανούς:

«Στα μάτια του Θεού κανένας δεν είναι δούλος, κανένας δεν είναι κύριος. Επειδή όλοι έχουμε τον ίδιο Πατέρα, είμαστε όλοι εξίσου παιδιά Του. Κανείς δεν είναι φτωχός ενώπιον του Θεού εκτός αν του λείπει η δικαιοσύνη. Κανείς δεν είναι πλούσιος εκτός αν έχει αφθονία αρετών…Ο λόγος που ούτε οι Ρωμαίοι, ούτε οι Έλληνες μπορούν να κατέχουν δικαιοσύνη, είναι ότι έχουν αυτοί τόσες πολλές διακρίσεις σε τάξεις. Ο πλούσιος και ο φτωχός. Ο ισχυρός και ο ταπεινός. Η ανώτατη εξουσία των βασιλέων και ο κοινός άνθρωπος…Ωστόσο, κάποιος μπορεί να ρωτήσει «Δεν είναι αλήθεια ότι και μεταξύ των Χριστιανών μερικοί είναι φτωχοί και άλλοι είναι πλούσιοι; Μερικοί είναι κύριοι, και άλλοι είναι δούλοι; Δεν υπάρχει και εκεί κάποια διάκριση μεταξύ των ατόμων;»

Αλλά δεν υπάρχει ΚΑΜΙΑ! Στη πραγματικότητα, ο λόγος ο καθεαυτός που καλούμε ο ένας τον άλλον αδέλφια είναι ότι ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΟΤΙ ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΙΣΟΙ…Αν και οι φυσικές συνθήκες που ο Χριστιανός ζει μπορεί να διαφέρουν, ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ ΩΣ ΔΟΥΛΟ. Αντίθετα, ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ -ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΣΤΕ Σ’ ΑΥΤΟΥΣ- ΩΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΚΑΙ ΣΑΝ ΣΥΝΔΟΥΛΟΥΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ».(ΘΕΣΜΟΙ-βιβλίο 5, κεφάλαια 15-16).

Η προχριστιανική κοινωνία θεμελιωνόταν πάνω στο έχειν, δηλαδή στην απόλυτη κατάφαση προς την ιδιοκτησία. Η περιουσία του ανθρώπου όριζε τον βαθμό ελευθερίας του. Και περιουσία, κτήματά του, ήταν όχι μόνον η γή, αλλά επίσης οι δούλοι, η γυναίκα του και τα παιδιά του.

Με αυτή την αντίληψη ήλθε σε ρήξη ο χριστιανισμός. Μη έχοντες όμως τη δυνατότητα να επιβάλλουν νόμους, οι πρώτοι χριστιανοί ανήγαγαν σε ηθική συμπεριφορά τις αρχές του δικαίου τις οποίες ακολουθούσε το πολίτευμα της Εκκλησίας: «Συγκοπιάτε αλλήλοις, συναθλείτε, συντρέχετε, συμπάσχετε, συγκοιμάσθε, συνεγείρεσθε ως θεού οικονόμοι και πάρεδροι και υπηρέται» — και αυτό το επαναλαμβανόμενο συνμαρτυρεί την έμφαση στην κοινότητα.

Η συμβουλή στον πιστό είναι να μην περιορίζεται στο να ακούει τον λόγο του Θεού αλλά να τον κάνει πράξη: «Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου και μη μόνον ακροαταί».

Γι’ αυτό, όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος η πρακτική της απελευθέρωσης των δούλων ήταν πολύ εκτεταμένη: καταγγέλλοντας τη δουλεία και την κοινωνική αδικία της εποχής του (4ος-5ος αι.), ο άγιος τονίζει ότι οι πρώτοι χριστιανοί «ελευθέρωναν τους δούλους και τους εξίσωναν με τον εαυτό τους» (Ομιλία 11, στις Πράξεις των αποστόλων, κεφ. 4).

Στα επόμενα χρόνια αναφέρονται ρητά πολλές περιπτώσεις αγίων που απελευθέρωσαν τους δούλους τους (π.χ. ο άγιος Γεώργιος, ο Μέγας Βασίλειος, η αγία Μακρίνα κ.τ.λ.), ενώ πρέπει να το θεωρήσουμε αυτονόητο και για πολλούς άλλους, ιδίως εκείνους που απαρνήθηκαν τον πλούτο η την κοινωνική τους θέση και έγιναν μοναχοί.
Ο Μέγας ΒασίλειοςΗθικά ή Όροι«, PG 31,808B κ.ε.) αναφέρει ότι απαγορεύεται η υποδούλωση και εμπορία ανθρώπων, στηριζόμενος στο Α΄ Τιμ. 1:9-11:

«Όσα κατά συνάφειαν απαγορεύονται […] ανδραποδισταίς […] και ει τι έτερον την υγιαίνουση διδασκαλία αντίκειται.«

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει:

“Αν λοιπόν ο Παύλος δε ντρέπεται να ονομάζει τέκνο και σπλάχνο του και αδελφό και αγαπητό (το δραπέτη δούλο Ονήσιμο), εμείς πώς μπορούμε να ντραπούμε; Και τι λέω “ο Παύλος”; Ο Κύριος του Παύλου δε ντρέπεται να ονομάζει αδελφούς του τους δικούς μας δούλους, κι εμείς ντρεπόμαστε;
Κοίτα πώς μας τιμάει: ονομάζει τους δούλους μας αδελφούς του, φίλους και συγκληρονόμους. […] Πρόσεχε λοιπόν: ό,τι κι αν κάνεις, το κάνεις στο σύν-δουλό σου [δηλ. που είστε κι οι δύο δούλοι του ίδιου Κυρίου, του Χριστού].”(Υπόμνημα στην επιστολή προς Φιλήμονα [του Παύλου], Ομιλία Γ΄, P.G. 62, 711)

Αυτή η ιδέα ότι είμαστε δούλοι του Χριστού οφείλεται στο ότι ο Χριστός “μας εξαγόρασε” από τη δουλεία στο διάβολο και στο θάνατο δίνοντας το αίμα του. Κι επειδή δε μπορεί κάποιος να είναι δούλος σε δύο Κυρίους, άρα δεν είμαστε και δούλοι ανθρώπων, άσχετα αν ζούμε σε καθεστώς δουλείας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390 μ.Χ.) χαρακτηρίζει τη διάκριση αφέντη και δούλου “φαύλη τομή”, με το ακαταμάχητο θεολογικό επιχείρημα ότι ο Ίδιος Θεός δημιούργησε ελεύθερους και δούλους, άντρες και γυναίκες, και οι δυο είναι εικόνες του Θεού, ο Χριστός σταυρώθηκε και για τους δυο, ο θάνατος είναι ίδιος για όλους, η σωτηρία, η αγιότητα, η ανάσταση των νεκρών θα είναι ίδια για όλους. Οι διακρίσεις των ανθρώπων είναι γι’ αυτόν “αρρωστήματα” και “επινοήματα κακίας”, η οποία “επεισήλθε στο γένος των ανθρώπων” σε μεταγενέστερες εποχές, ενώ η αρχική και αυθεντική δομή της ανθρωπότητας χαρακτηριζόταν από ισοτιμία και ελευθερία (βλ. ομιλία 14, ηθικό έπος 34 κ.λ.π.).

Επίσης  («Έπη εις εαυτόν, Ποίημα Α΄«, PG 37,976Α κ.ε.) αναφέρει:

«…φίλοι θεράποντες, εμόν γένος, ους ρα τυραννίς έσχισεν αρχαίη, και ούνομα θήκατο δισσόν ευγενέας δμώας τε, μιής χθονός εκγεγαώτας, ή χθονός, ήε θεοίο. Νόμος δ’ επέσπετ’ αλιτρός».

που σημαίνει:

«…οι δούλοι, γεννιά δική μου, που η τυραννία τους χώρισε η αρχαία και τους εδωσε διπλό όνομα, ευγενείς και δούλους, ενώ έχουν προέλθει από ένα υλικό, είτε χώμα είτε θεό. Ακολούθησε κατόπιν ο ανόσιος νόμος».

Και ο σπουδαίος Πατέρας-Διδάσκαλος, Γρηγόριος Νύσσης (στο: «Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν«, ομιλία Δ’, PG 44,664 κ.ε.) από τον 4ο αιώνα αναπτύσσει τις ιδέες του Ευαγγελίου, έτσι όπως κάποιοι προσπάθησαν να τις αντιγράψουν μετά από δέκα-δώδεκα και βάλε αιώνες:

«Εκτησάμην γάρ, φησί, δούλους και παιδίσκας…Οράς τόν όγκον τής αλαζονείας; Θεώ άντικρυς η τοιαύτη φωνή αντεπαίρεται […] ως ανδρών τε άμα καί γυναικών εαυτόν  κύριον οίεσθαι, τί άλλο καί ουχί διαβαίνει τή υπερηφανία τήν φύσιν» (PG 44,664C) […] «Δουλεία καταδικάζεις τόν άνθρωπον, ού ελευθέρα η φύσις καί αυτεξούσιος, καί αντινομοθετείς τώ θεώ, ανατρέπων αυτού τόν επί τή  φύσει νόμον. τόν γάρ επί τούτω γενόμενον, εφ’ ώτε κύριον  είναι τής γής καί εις αρχήν τεταγμένον παρά τού πλάσαντος, τούτον υπάγεις τώ τής δουλείας ζυγώ, ώσπερ αντιβαίνων τε καί μαχόμενος τώ θείω προστάγματι.» (PG 44,664D) […] «Εκτησάμην γάρ δούλους καί παιδίσκας. ποίας, ειπέ μοι, τιμής; τί εύρες εν τοίς ούσι τής φύσεως ταύτης αντάξιον; (PG 44,665A) […] «εκ τών  αυτών σοι η γένεσις, ομοιότροπος η ζωή, κατά τό ίσον  επικρατεί τά τε τής ψυχής καί τά τού σώματος πάθη […] οδύναι καί ευθυμίαι, ευφροσύναι καί αδημονίαι, λύπαι καί  ηδοναί, θυμοί καί φόβοι, νόσοι καί θάνατοι. μή τις εν τούτοις διαφορά πρός τόν δούλον τώ κυριεύοντι; ου τόν αυτόν έλκουσιν αέρα διά τού άσθματος; ουχ ωσαύτως ορώσι τόν  ήλιον; […] ου μία κόνις οι δύο μετά τόν θάνατον;…ο ούν εν πάσι τό ίσον έχων εν τίνι τό πλέον έχεις, ειπέ, ώστε άνθρωπον όντα δεσπότην ανθρώπου σεαυτόν οίεσθαι;» (PG 44,665D-668A)«.

Μετάφραση:

«Απόκτησα δούλους και υπηρέτριες…Βλέπεις το μέγεθος της αλαζονείας; Ο λόγος αυτός αποτελεί ανταρσία κατά του θεού…αφού νομίζει τον εαυτό του κύριο ανδρών και γυναικών, αν μη τι άλλο, ξεπερνά σε υπερηφάνεια την ανθρώπινη φύση […] Καταδικάζεις σε δουλειά τον άνθρωπο, που η φύση του είναι ελεύθερη και αυτεξούσια και ορθώνεις δικό σου νόμο απέναντι στο νόμο του Θεού ανατρέποντας το νόμο του που διέπει τη ζωή των ανθρώπων. Αυτόν που πλάστηκε γι αυτό ακριβώς, για να είναι κύριος της γης και που ορίστηκε από τον Πλάστη του να άρχει, αυτόν τον υποτάσσεις στο ζυγό της δουλείας που αντιβαίνει και αντιμάχεται τη θεία διαταγή.» […] «Απόκτησα δούλους και υπηρέτριες…Με ποια τιμή, πες μας. Τι βρήκες αντάξιο τους στη φύση; […] Κάποιοι γέννησαν εκείνους κι εσένα, κοινή η ζωή σας, ισχύουν εξίσου τα πάθη ψυχής και του σώματος, οδύνη και ευθυμία, χαρά κι αδημονία, λύπη και ηδονή, θυμός και φόβος, νόσος και θάνατος. Διαφέρει καθόλου σ’ αυτά ο κύριος από το δούλο; Δεν ανασαίνουν τον ίδιο αέρα; Δεν βλέπουν όμοια τον ήλιο;…Ίδια σκόνη δε θα γίνουν και οι δύο μετά το θάνατο;…Αφού σε όλα είσαι ίσος με τους άλλους, πες μου που πλέονεκτείς ώστε ενώ είσαι άνθρωπος να θεωρείς τον εαυτό σου κύριο ανθρώπου;»

Στον Χριστιανισμό όχι μόνο οι σχέσεις αφέντη-δούλου αλλά και οι σχέσεις ανδρός και γυναικός όπως επίσης γονέως και παιδιού τίθενται σε όλως νέα βάση: ο σύζυγος και πατέρας δεν είναι πιά αφέντης, αλλά η εικών του Θεού μέσα στην οικογένεια, και οι πράξεις του πρέπει να φανερώνουν την αγάπη του Θεού. Η γυναίκα γίνεται πλέον ομότιμος του άνδρα: «Αρετής δεκτικόν το θήλυ ομοτίμως τω άρρενι παρά του κτίσαντος γέγονε». Οι νόμοι, βεβαίως, ήσαν ενάντιοι σε αυτήν την αντίληψη, αλλά ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει χωρίς να μασά τα λόγια του: «Ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες, διά τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία».

Όταν η πολιτεία, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ανεγνώρισε τον Χριστιανισμό, οι χριστιανοί άρχισαν αμέσως τις πιέσεις ζητώντας την εφαρμογή της κοινωνικής διδασκαλίας του Χριστιανισμού.

Οι πιέσεις της Εκκλησίας είχαν άμεσο αποτέλεσμα.

  • Ο Κωνσταντίνος χαρακτήρισε ανθρωποκτονία το να σκοτώσεις δούλο, και μάλιστα επέτρεψε την απελευθέρωση των δούλων – ένα αίτημα των χριστιανών που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από την ρωμαϊκή νομοθεσία.
  • Λίγο αργότερα, ο Ιουστινιανός έδωσε στους απελεύθερους πλήρη δικαιώματα πολίτη.
  • Επειδή σύμφωνα με τον ρωμαϊκό νόμο οι δούλοι μπορούσαν να αποκτούν την ελευθερία τους μόνο στις στήλες των βασιλέων, η Σύνοδος της Καρθαγένης έστειλε πρεσβευτές στον βασιλιά παρακαλώντας να δοθεί επίσημη άδεια και στις εκκλησίες να απελευθερώνουν δούλους, χωρίς να χρειάζεται αυτοί να πάνε στις στήλες, και το αίτημα έγινε δεκτό.
  • Ο Θεοδόσιος δέχθηκε την πρόταση της Εκκλησίας και κατάργησε το δικαίωμα ζωής και θανάτου που είχε ο πατέρας στα παιδιά του, χαρακτηρίζοντας την παιδοκτονία ως ειδεχθές έγκλημα.
  • Απαγορεύτηκε επίσης να πωλεί ο πατέρας τα παιδιά του, και επί Ιουστινιανού απελευθερώθηκε κάθε παιδί που είχε πουληθεί από τον πατέρα του.
  • Η γυναίκα, εξ άλλου, έπαυσε να θεωρείται ιδιοκτησία του συζύγου. Με την σθεναρή πίεση της Εκκλησίας και πάλι, ο Θεοδόσιος ανεγνώρισε το δικαίωμα στη γυναίκα να ελέγχει την περιουσία της, όπως και το δικαίωμά της να κηδεμονεύει τα παιδιά της.

Αυτά τα λίγα προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.

Βέβαια η ελευθερία για τους χριστιανούς έχει ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο από το να μην είναι κανείς δούλος. Ελευθερία για τον Παύλο, είναι η ελευθερία από την αμαρτία και τη συνέπειά της, το θάνατο, πνευματικό και σωματικό. Είναι η ηθική ωριμότητα να επιλέγεις το καλό, δηλαδή να μην υποδουλώνεσαι στα πάθη και τις μικρότητές σου (τις εξαρτήσεις σου, σωματικές, ψυχικές και ηθικές) αλλά να αναγνωρίζεις την αξία του αδελφού σου, δηλαδή κάθε συνανθρώπου σου, και να μπορείς ακόμα και να παραιτείσαι από τα δικαιώματά σου για χάρη του (“κανείς ας μη ζητάει το δικό του, αλλά ο καθένας του άλλου”, Α΄ Κορ. 10, 24, “όλα μου επιτρέπονται, αλλά τίποτα δε θα με εξουσιάσει”, Α΄ Κορ. 6, 12 –θυμάστε και τις προτροπές του για τα ειδωλόθυτα). Δουλεία για τον Παύλο είναι να παραμένεις κακός, μικρόψυχος, ανώριμος ηθικά και πνευματικά, με δυο λόγια μακριά απ’ το Θεό, ενώ ελευθερία είναι να πλησιάζεις το Θεό μέσω της αγάπης και της υπέρβασης του συμφέροντός σου (βλ. Ρωμαίους 6, 16-23, Γαλάτας 4, 1-7 κ.α.).

Δουλεία θεωρεί ο Παύλος και τους νόμους, ακόμα και τους θρησκευτικούς (βλ. τη θεολογία περί νόμου στην προς Ρωμαίους, Γαλάτας κ.α.), ενώ ελευθερία το να επιλέγεις υπεύθυνα και ώριμα την καλοσύνη, χωρίς να χρειάζεσαι εντολές και απαγορεύσεις. Αυτή την ελευθερία, γράφει, την έχουν κατορθώσει και “τα έθνη” (οι μη χριστιανοί), όταν, χωρίς να ξέρουν το θέλημα του Θεού, εφαρμόζουν την αγάπη από μόνοι τους, λόγω του πανανθρώπινου νόμου της συνείδησης που έχει εγκαταστήσει ο Θεός μέσα τους από καταβολής κόσμου (Ρωμ. 2, 13-15). Έτσι ο Παύλος θεμελιώνει και την ισοτιμία των ανθρώπων ανεξάρτητα από τη θρησκεία, στην οποία ανήκουν.

Το ότι η ιδέα του Παύλου (που είναι μέρος της διδασκαλίας της πρώτης Εκκλησίας) για την πνευματική έννοια της ελευθερίας δεν ήταν κούφια λόγια, φαίνεται από το πλήθος των δούλων που αγίασαν, τόσο στους πρώτους αιώνες, όσο και στους νεώτερους. Οι άγιοι Παυλίνος της Καμπανίας, Σεραπίων ο Σινδόνιος και Πέτρος ο Τελώνης έγιναν δούλοι με τη θέλησή τους, για να βοηθήσουν κάποιους συνανθρώπους τους. Ο άγιος Αγάπιος ο Βατοπεδινός επέστρεψε στον αφέντη του, από τον οποίο είχε απελευθερωθεί θαυματουργικά, δούλος ήταν και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ενώ ο άγιος Μωυσής ο Ούγγρος (1043) προτίμησε μακροχρόνια βασανιστήρια από το να ενδώσει στις ερωτικές προθέσεις της κυρίας του. Οι άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος, ευνούχοι της αγίας Ευγενίας, μαρτύρησαν στη Ρώμη και τιμώνται στις 11 Σεπτεμβρίου, η αγία Δούλη (αγνώστου ονόματος), μάρτυρας στη Νικομήδεια, τιμάται στις 25 Φεβρουαρίου κ.π.α.

Σχετικά με μια παρανόηση στο Α΄ Κορ. 7:21 που πολλοί ερμηνεύουν ως παραίνεση του Παύλου να μην ελευθερώνονται οι δούλοι ακόμα και όταν τους δίνεται η δυνατότητα, μπορείτε να διαβάσετε το έργο του  Παναγιώτη Ι. Μπούμη, ‘Η απελευθέρωσις των δούλων. Συμβολή των ιερών κανόνων εις την ερμηνεία του χωρίου Α΄ Κορ. 7,21, ΕΕΘΣΑ, τόμ. ΚΔ΄, ΑΘήνα 1979-80, σελ. 695-708 με ένα κλικ εδώ.

Επίσης, για περαιτέρω ανάγνωση υπάρχει το βιβλίο:
Νικολαΐδης Β. Απόστολος, ‘Προβληματισμοί Χριστιανικού Ήθους’, Γρηγόρης, Αθήνα 2002

Σε αρκετά σημεία το βιβλίο ασχολείται με τη ελευθερία, την εξουσία, το αν υπάρχει δυνατότητα ανατροπής της κ.λπ.

Όσο για τη δουλεία αναφορικά με το Ισλάμ μπορείτε να ενημερωθείτε στα άρθρα μας:

Ο Μουχάμμαντ ήθελε την κατάργηση της δουλείας;

Ο Μουχάμμαντ απέτρεπε τους βιασμούς κρατουμένων γυναικών;

Ισλάμ και δουλεία

Περισσότερα για το Ισλάμ, τη δουλεία και τις παλλακίδες

Ισλάμ, δουλεία και επίδοξοι αναμορφωτές

Ένα πολύ περιεκτικό έργο για τους στρατιώτες δούλους στο Ισλάμ (στα αγγλικά) μπορείτε να βρείτε εδώ http://www.danielpipes.org/books/Slave-Soldiers-and-Islam.pdf αλλά και εδώ.

Ως πηγές του άρθρου χρησιμοποιήσαμε και τις δημοσιεύσεις:

https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/02/26/quran-pederasty2/#comment-1402 (που βασίζεται στο http://www.oodegr.com/oode/grafi/kd/pavlos_douleia_1.htm.)

https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/02/26/quran-pederasty2/#comment-1403

http://orthodox-world.pblogs.gr/2009/01/agia-grafh-kai-doyleia-h-alhtheia-gia-thn-stash-toy-hristianismo.html

http://www.expaganus.com/xristian-douleia.htm

Ισλάμ, ο καρπός Ιουδαιοχριστιανικών αιρέσεων

Πολλές ιστορίες του Κορανίου αναφέρονται σε χαρακτήρες βιβλικούς: βλέπουμε να παρελαύνουν εκεί ο Μωυσής και ο αδελφός του Ααρών που αντιμετώπισαν τον Φαραώ, ο Νώε και η οικογένεια του που επέζησαν από τον κατακλυσμό, η γυναίκα του Πετεφρή που προσπαθεί να αποπλανήσει τον Ιωσήφ . Βέβαια οι ιστορίες έχουν τροποποιηθεί στρατηγικά από τον Μουχάμμαντ, για να δώσουν το μήνυμα ότι δεν ήταν μόνο παρόμοιος με εκείνους τους αρχαίους ήρωες, αλλά και μεγαλύτερος και καλύτερος. Πώς, όμως, ο Μουχάμμαντ έμαθε τις ιστορίες αυτές;

Για τους μουσουλμάνους, δεν υφίσταται ζήτημα του πώς ο Μουχάμμαντ έμαθε αυτές τις ιστορίες από τις Εβραϊκές Γραφές: του τις είπε ο Αλλάχ, που ήξερε τις ιστορίες καλύτερα από τον καθένα. Υπάρχουν όμως και άλλες απόψεις για το θέμα, όπως αυτή που θα εξετάσουμε σε τούτο το άρθρο.

Τριάντα χρόνια πριν, ένας Λιβανέζος Μαρωνίτης ιερέας με το ψευδώνυμο Αμπού Μούσα αλ-Χαρίρι (Abu Musa al-Hariri)  που μελέτησε για πολλά χρόνια πηγές αρχαίων ισλαμικών και χριστιανικών κειμένων, εξέδωσε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο « Al-Qiss wa al-Nabi», δηλ. «Ο Ιερέας και ο προφήτης». (Nabi σημαίνει Προφήτης, και το Qiss μεταφράζεται ως Ιερέας, εφημέριος ή  πάστορας σε διάφορες χριστιανικές παραδόσεις). Το βιβλίο είναι μια ανάλυση της σχέσης που υπήρχε μεταξύ του Μουχάμμαντ και του εξαδέλφου της πρώτης συζύγου του της Χαντίτζα, του Εβιωνίτη ιερέα Waraqa bin Naufal. Το βιβλίο εκδόθηκε στον Λίβανο το 1978, αλλά όπως θα ήταν αναμενόμενο μόλις εμφανίστηκε αποσύρθηκε από τα ράφια των βιβλιοθηκών και των βιβλιοπωλείων, και δεν κυκλοφορεί πια. (Υπάρχει στα αραβικά εδώ: http://www.muhammadanism.org/Arabic/book/hariri/priest_prophet_book.pdf)
Πριν από μερικές εβδομάδες, ο συγγραφέας του βιβλίου έδωσε συνέντευξη στην αραβική τηλεόραση, στην εκπομπή «Τολμηρή ερώτηση» (Daring Question, δείτε την εκπομπή στα αραβικά εδώ: http://islamexplained.com/DaringQuestionEpisode153/tabid/1478/Default.aspx ). Η συνέντευξη έγινε τηλεφωνικά, καθώς αυτός δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει από το Λίβανο στο στούντιο. Για πρώτη φορά ο συγγραφέας αυτοπροσδιορίστηκε ως ο πατέρας Ιωσήφ αλ-Καζί (Joseph al-Qazi), και εξήγησε τις ιδέες που βρίσκονται στο βιβλίο του. Αυτές θα σας παρουσιάσουμε περιληπτικά σ’ αυτό το άρθρο.

Πριν συνεχίσουμε όμως με το βιβλίο, θα κάνουμε μια παρένθεση, για να πούμε κάποια πράγματα για τους Ιουδαιοχριστιανούς και τις διάφορες αιρετικές ομάδες που ξεπήδησαν από αυτούς.

Ιουδαιοχριστιανοί ονομάζεται μια μερίδα χριστιανών με εβραϊκή καταγωγή, οι οποίοι ήθελαν να συνεχίσουν να τηρούν το νόμο του Μωυσή. Από αυτούς, οι «Ιουδαΐζοντες» ζητούσαν να επιβάλλουν τον Μωσαϊκό νόμο και σε χριστιανούς που προέρχονταν από εθνικούς, και να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ χριστιανών εξ Ιουδαίων και χριστιανών εξ Εθνικών. Οι «Ναζαρηνοί» θεωρούσαν ότι οι χριστιανοί εξ Εθνικών δεν χρειαζόταν να τηρούν τον μωσαϊκό νόμο, αλλά οι εξ Εβραίων έπρεπε να το κάνουν. Μερικοί Ιουδαιοχριστιανοί ανέμειξαν στα πιστεύω τους γνωστικιστικά στοιχεία όπως η λατρεία αγγέλων. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή, (Κολ. 2:16-18) ο απόστολος Παύλος προειδοποιούσε τους αναγνώστες του για ανθρώπους που προσπαθούσαν να τους επιβάλλουν το Μωσαϊκό νόμο ή να τους μυήσουν σε γνωστικιστικές πρακτικές, όπως η λατρεία των αγγέλων. Η προς Εβραίους επιστολή επίσης αναδεικνύει την ανωτερότητα του Υιού έναντι των αγγέλων (Εβρ. 1:1-14), ενώ στοιχεία κατά των Γνωστικών υπάρχουν και στο ευαγγέλιο και τις επιστολές του Ιωάννη.

Ανάμεσα στους Ιουδαιοχριστιανούς δημιουργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου διάφορες αιρετικές  ομάδες:

*Η αίρεση των Εβιωνιτών συζητήθηκε και σχολιάστηκε από τους πρώτους χριστιανούς λογίους και επισκόπους όπως ο Ειρηναίος, ο Επιφάνιος και ο Ωριγένης. Κάποιοι πίστευαν ότι το όνομα Εβιωνίτες προερχόταν από κάποιο υποτιθέμενο ηγέτη τους ονόματι Εβιών στην Πέλλα της Δεκάπολης της Ιορδανίας, γιατί συνήθως οι αιρέσεις ονομάζονταν από το όνομα του ιδρυτή τους. Άλλοι λένε ότι οι Εβιωνίτες (εβραϊκά «Εβιωνίμ», που σημαίνει «Φτωχοί») αποκαλούνταν έτσι με βάση τις διδασκαλίες του Ιησού για την τιμητική θέση των φτωχών: «Μακάριοι εσείς οι φτωχοί, γιατί δική σας είναι η Βασιλεία του Θεού» (Λουκά 6:20), βασισμένες στο Ησαΐας 66:2 («Λέει ο Κύριος, σε ποιον λοιπόν θα επιβλέψω; Στον φτωχό και στον συντριμένο στην καρδιά») και άλλα σχετικά εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης, που απευθύνονται σε ένα μικρό υπόλοιπο φτωχών πιστών. Αυτή η αίρεση θεωρούσε ότι ο Ιησούς ήταν ένας από τους μεγάλους προφήτες, που δεν ήταν Θεός ή Υιός του Θεού, αλλά έλαβε τις αποκαλύψεις μετά την βάπτισή του από τον Ιωάννη και ως εκ τούτου, το πνεύμα του Μεσσία μπήκε μέσα του μέχρι που σταυρώθηκε. Το μήνυμα του Ιησού περιλάμβανε τη διδασκαλία και το κήρυγμα της αποκάλυψης, αλλά δεν περιλάμβανε τη σωτηρία ή τη συγχώρεση για τις αμαρτίες μας. Μαζί με την Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιούσαν το ευαγγέλιο του Ματθαίου στην πρώτη του μορφή, στα εβραϊκά (ή αραμαϊκά), το οποίο σύμφωνα με τον Επιφάνιο, το αναθεώρησαν και το διαστρέβλωσαν για να ταιριάζει με τα δόγματά τους. Αυτή η αίρεση επέμενε σε συχνές πλύσεις για καθαρισμό, στην αποχή από το κρέας, και στην παροχή βοήθειας και σίτισης προς απόρους, χήρες, και ταξιδιώτες.

*Η αίρεση του Ιουδαιοχριστιανού Κηρίνθου, ο οποίος κατά τον Ιππόλυτο ίσως ήταν Εβιωνίτης, κήρυττε ότι ο ουρανός έμοιαζε με τη ζωή στη γη, κι εκεί το σώμα θα απολάμβανε κάθε πάθος που ήθελε για να ικανοποιηθεί· ότι ο ρόλος του Ιησού ήταν να απαλλάξει τον λαό του από τους Ρωμαίους· ότι το μήνυμα του Ιησού ήταν πολιτικό και κοινωνικό. Πίστευε σε κατά γράμμα χιλιετή βασιλεία του Θεού στη γη και συμφωνούσε με τη διδασκαλία για ενοίκηση του «Μεσσία» μέσα στον Ιησού μέχρι τη σταύρωσή Του.

*Η αίρεση των Ελκεσαϊτών, που προήλθε με τον καιρό από τους Εβιωνίτες, είχε πολλά στοιχεία από τους Γνωστικούς, και τιμούσε κάποιον Ελκασάι ή Ελζάι, ο οποίος το 101 μ.Χ. έλαβε ένα βιβλίο ως θεία αποκάλυψη. Σύμφωνα με τον Ωριγένη, λεγόταν ότι το βιβλίο είχε πέσει από τον ουρανό, ενώ σύμφωνα με τον Ιππόλυτο ο Ελζάι το είχε λάβει από έναν άγγελο που ήταν υιός του Θεού. Η αίρεση κήρυττε ότι ο Ιησούς είναι ένας άνθρωπος και ο Μεσσίας έφυγε από το σώμα του πριν το μαρτύριο, και ότι ο Ιησούς έλαβε την Αγία Γραφή από τον άγγελο Γαβριήλ που τον δίδαξε σοφία και την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον. Το Άγιο Πνεύμα για τους Ελκεσαΐτες, ανάλογα με τα γεγονότα, είναι πότε η μητέρα του Ιησού και πότε ο άγγελος Γαβριήλ. Η διαφορά των Ελκεσαϊτών με τους Γνωστικούς ήταν ότι ενώ οι Γνωστικοί (μεταξύ αυτών και ο Κήρινθος) θεωρούσαν ότι τον κόσμο δημιούργησε άλλος Θεός από αυτόν της Καινής Διαθήκης, οι Ελκεσαΐτες θεωρούσαν ότι ήταν ο ίδιος που εκδηλώνεται στην Καινή Διαθήκη.

Κοινό στοιχείο των μεταγενέστερων Ιουδαιοχριστιανών είναι ότι μισούσαν τον απόστολο Παύλο, μια που αυτός είχε καταπολεμήσει αποτελεσματικά τις διδασκαλίες τους για τήρηση του Μωσαϊκού νόμου και  είχε διακηρύξει ότι η περιτομή δεν ωφελούσε σε τίποτα. Γύρω στον 2ο μ.Χ. αι. τον κατηγορούσαν ότι διέστρεψε τον Χριστιανισμό, και διέδιδαν ότι ήταν ένας  Έλληνας που έγινε Ιουδαίος ελπίζοντας να παντρευτεί την κόρη του αρχιερέα, αλλά επειδή δεν τα κατάφερε έγραψε κατά του Σαββάτου και της περιτομής. (Επιφανίου, Πανάριον, 30:36.)

Ο Ειρηναίος αποκαλούσε τους Ιουδαιοχριστιανούς «Ναζαρηνούς» κι έγραφε γι’ αυτούς:

«Εφαρμόζουν την περιτομή, επιμένουν στην τήρηση εκείνων των εθίμων που επιβάλλονται από το Νόμο, και είναι τόσο Ιουδαίοι στον τρόπο ζωής τους, ώστε ακόμη λατρεύουν στραμμένοι προς την Ιερουσαλήμ σαν να ήταν εκεί ο οίκος του Θεού».

Θα ξέραμε πολύ περισσότερα για τους Ιουδαιοχριστιανούς αν είχε διασωθεί το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο, όμως το αντίτυπο που είναι γνωστό ότι υπήρχε στην Βιβλιοθήκη του Ευσεβίου Καισαρείας (ή Ευσεβίου του Παμφίλου) στην Καισάρεια της Παλαιστίνης κάηκε κατά τη λεηλασία της πόλης από τους μουσουλμάνους το 653 μ.Χ.

Μετά το 70μ.Χ. και το 135 μ.Χ., οπότε καταστράφηκε η Ιερουσαλήμ και η επανάσταση των Ιουδαίων κατά των Ρωμαίων έληξε άδοξα, οι Ιουδαιοχριστιανοί μετανάστευσαν σε άλλες περιοχές όπου άσκησαν επίδραση σε διάφορους λαούς.[1] Για παράδειγμα, οι Μανδαίοι ή Ζαβίρ, που με την άφιξη του Ισλάμ στο Ιράκ το 636 μ.Χ. θεωρήθηκαν ως ο τρίτος «λαός της βίβλου», οι μυστηριώδεις Σαβαίοι του Κορανίου, από τον καρμηλίτη ιεραπόστολο Ιωάννη a Jesu ο οποίος τους ανακάλυψε, αλλά και από τους ιστορικούς, θεωρήθηκαν να έχουν σχέση με τους αρχαίους ημεροβαπτιστές  ή μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή. Στοιχεία της γλώσσας τους υποδεικνύουν αραμαϊκή προέλευση. Ένα από τα κείμενα των Μανδαίων μιλά για τη φυγή των «Ναζαρηνών» ή «Ναζωραίων» από τις περιοχές του Ιορδάνη, κατά την εποχή των ιουδαϊκών πολέμων και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ, περίπου το 70 μ.Χ.

Οι χριστιανοί στο Κοράνιο και συγκεκριμένα στα 2:62,111-113, 120, 135, 140, 5:14, 18, 51, 69, 82, 9:30, 12:17 (εδάφια της Μεδίνα) αποκαλούνται «Νασάρα» (نصارى). Ο Ιμπν Καθίρ συσχετίζει τη λέξη «an nasara»,  με τη λέξη «ανσάρ» (βοηθός), καθώς προέρχονται από τα γράμματα-ρίζες NSR, όμως η «ανσάρ» είναι αραβική ενώ το «Νασάρα» έχει υπόβαθρο εβραϊκό. Δίνει κι άλλη μια ετυμολογία για το «Νασάρα», που σχετίζεται με το ότι κατοικούσαν στην An-Nαsira, δηλαδή τη Ναζαρέτ. Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πόσο θυμίζει η λέξη «Νασάρα» το «Ναζαρηνοί» , που χαρακτήριζε τους Εβιωνίτες.

Κλείνουμε την παρένθεση και συνεχίζουμε με τα όσα είπε ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο ιερέας και ο προφήτης» στην εκπομπή «Η τολμηρή ερώτηση».

Περιληπτικά και σε ελεύθερη απόδοση, είπε τα εξής:

Ανάμεσα στα πολλά βιβλία που κυκλοφορούσαν στους πρώτους αιώνες της χριστιανικής Εκκλησίας ήταν και το «καθ΄Εβραίους ευαγγέλιο», ένα απόκρυφο που δίδασκε ότι ο Ιησούς ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος που προικίστηκε με το Άγιο Πνεύμα, όταν βαφτίστηκε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Τότε έγινε ο Χρισμένος Μεσσίας, αν και δεν ήταν θεϊκός. Αυτό το Άγιο Πνεύμα παρέμεινε με τον Ιησού μέχρι την ημέρα της Σταύρωσης. Στη συνέχεια απομακρύνθηκε από αυτόν και ο Ιησούς πέθανε, όχι για τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά ως ένα συνηθισμένο πρόσωπο.

Καθώς από τη μεριά του Ιουδαϊσμού υπήρχε πλήρης απόρριψη των χριστιανών με εβραϊκή καταγωγή [ως αποστατών και εθνοπροδοτών], κι απ’ τη μεριά του Χριστιανισμού εκκλησιαστικές σύνοδοι συγκαλούνταν στα χριστιανικά κέντρα της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης για να διαχωρίσουν τη χριστιανική ορθοδοξία από την αίρεση, οι ομάδες που θεωρούνταν από Εβραίους και Χριστιανούς αιρετικές αναγκάστηκαν να μεταναστεύουν όλο και πιο μακριά. Μία από αυτές τις ομάδες, οι Εβιωνίτες, ακολουθούσαν τις διδαχές του καθ΄Εβραίους Ευαγγελίου. Μερικές φορές περιγράφονται ως ιουδαιοχριστιανοί, επειδή συνέχισαν πολλές εβραϊκές θρησκευτικές πρακτικές ενώ δέχθηκαν τον Ιησού ως τον Μεσσία. Μερικοί από αυτές τις ομάδες πήγαν προς τη Μέκκα, στη Σαουδική Αραβία, γενέτειρα του Μουχάμμαντ.

Η αληθινή ιστορία του Μουχάμμαντ δεν ξεκινά με τη γέννησή του, αλλά με τον πρόγονό του τον Κουσάι (Qusay) πέντε γενιές νωρίτερα. Αυτός παντρεύτηκε την κόρη του ηγέτη της φυλής των Κουραϊσιτών, και τελικά ο ίδιος έγινε ο αρχηγός τους. Αγόρασε επίσης το κλειδί για την Κάαμπα, η οποία παρείχε μια πηγή εσόδων που προέρχονταν από την επίσκεψη φυλών που λάτρευαν τα είδωλα τους εκεί. Όταν ο Κουσάι πέθανε έγινε ηγέτης ο γιος του ο Abdel Manaf, τον οποίο με τη σειρά του ακολούθησε ο γιος του Χάσιμ (προ-προπάππος του Μουχάμμαντ). Όπως συμβαίνει με πολλές εκτεταμένες οικογένειες καθώς περνάνε οι γενεές, μία πλευρά έγινε πλουσιότερη από τις άλλες. Ο παππούς του Μουχάμμαντ Αμπντέλ Μουτάλεμπ και ο πατέρας του ο Αμπντάλα ήταν από το φτωχότερο κλαν. Ο ίδιος ο Μουχάμμαντ γεννήθηκε σε εκείνη την πλευρά της οικογένειας, γεγονός που εξηγεί την περιγραφή του στο Κοράνιο ως ένα φτωχό ορφανό ( Κοράνι 93:6-9).

Η πλούσια πλευρά περιλάμβανε μια πλούσια επιχειρηματία που ονομαζόταν Χαντίτζα (Khadija) και τον εξάδελφό της Ουάρακα μπιν Νάουφαλ (Waraqa bin Nawfal). Σε αυτή την πλευρά ακολουθούσαν τις διδασκαλίες των Εβιωνιτών, και ο Ουάρακα μπιν Νάουφαλ ήταν ο κύριος ιερέας τους. Ο συνηθισμένος μουσουλμανικός ισχυρισμός, ότι στις αραβικές φυλές ήταν όλοι Jahiliya ή αδαείς πριν από τον Μουχάμμαντ, δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους μουσουλμάνους για να μπει μια σφήνα μεταξύ αυτών και όλων των άλλων. Πολλοί από αυτές τις φυλές ακολουθούσαν διάφορες χριστιανικές και εβραϊκές παραδόσεις.

Ο Ουαράκα μπιν Νάουφαλ, με την ειδική έμφαση που έδιναν οι Εβιωνίτες στη φροντίδα για τους φτωχούς, φρόντισε ιδιαίτερα τον ορφανό Μουχάμμαντ. Τον δίδαξε να διαβάζει και να γράφει, καθώς και να μεταφράζει θρησκευτικά κείμενα από την αραμαϊκή στα αραβικά. Ο μουσουλμανικός ισχυρισμός ότι ο Μουχάμμαντ ήταν αναλφάβητος ήταν άλλος ένας μύθος που δημιουργήθηκε από τους πρώτους μουσουλμάνους προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι το Κοράνιο ήταν μια ειδική αποκάλυψη από τον Θεό. Δεδομένου ότι ο Μουχάμμαντ μεγάλωσε , ο Ουάρακα κάλεσε τον νεαρό να ζήσει μαζί με τους συνεργάτες του για τα θρησκευτικά τους προσκυνήματα. Μία φορά το χρόνο, κατά τη διάρκεια της νηστείας ένα μήνα πριν από το Πάσχα (tahannoth), η ομάδα των νηστευτών ζούσε με λαχανικά, γιαούρτι, και άζυμο ψωμί. Η αναχώρηση περιλάμβανε προσευχή, ενατένιση, επανάληψη και επίκληση του ονόματος του Θεού, και ανάγνωση της Βίβλου στη σιωπή και την πλήρη απομόνωση από τους κατοίκους της Μέκκας. Μετά την νηστεία, θα κύκλωναν την Κάαμπα 7 φορές. Έτσι εκπαιδεύτηκε να λαμβάνει αποκαλύψεις ο Μουχάμμαντ. Εκτός από τον ιερέα Ουάρακα, στο κόμμα περιλαμβάνονταν οι: Abd al-Mutallib (παππούς του Μουχάμμαντ), Othman bin Al Howeireth, Abû Umayya ibn Al-Mughîra (μάλλον ο πατέρας της Ουμ-Σαλάμα, μετέπειτα συζύγου του Μουχάμμαντ), Abdalah bin Jahsh (εξάδελφος του Μουχάμμαντ και αδελφός της μετέπειτα συζύγου του Ζεϊνάμπ). [Σύμφωνα με ιστορικούς του Ισλάμ, συμμετείχε και ο ποιητής Umayya ibn Abî as-Salt, ένας από τους συγγενείς του Μουχάμμαντ, του οποίου την ποίηση ο Μουχάμμαντ αγαπούσε κι έβαλε αποσπάσματά της στο Κοράνι]. Ο Ουάρακα αναγνώρισε τις θρησκευτικές τάσεις του Μουχάμμαντ και τις ηγετικές του ικανότητες, και έλπιζε ότι θα τον διαδεχόταν ως ηγέτης των Εβιωνιτών στη Μέκκα (το ίδιο το Κοράνιο διευκρινίζει ότι, όταν ο Μουχάμμαντ ξεκίνησε να κηρύττει στους φτωχούς της Μέκκας, δεν τους έλεγε για το «Ισλάμ», αλλά για το μονοθεϊσμό του Αβραάμ). Ο Ουάρακα βρήκε στον Μουχάμμαντ απασχόληση στα καραβάνια με καμήλες της εξαδέλφης του Χαντίζα, που πήγαιναν στη Δαμασκό και στη Βασόρα, και αργότερα όταν έγινε 25 ετών κι εκείνη ήταν 40, κανόνισε το γάμο του μαζί της. Ο γάμος έγινε σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, πράγμα που σήμαινε πως ο Μουχάμμαντ δεν έλαβε καμιά άλλη σύζυγο όσο ζούσε η Χαντίτζα. Τα δύο κλαν συναντήθηκαν κατά την τελετή του γάμου. Έτσι, ο Ουάρακα φρόντισε ο προστατευόμενός του να γίνει πλούσιος, και εν δυνάμει ηγέτης και διάδοχος της θέσης του στην ιεραρχία ως «πατριάρχης» της αίρεσης της Μέκκας.

Ο Μουχάμμαντ είχε πολλές αποκαλύψεις που τον φόβιζαν, επειδή νόμιζε ότι ήταν ο Σατανάς (shaytan) ή κακά πνεύματα που τον παρενοχλούσαν. Η Χαντίζα, βοηθούμενη από τον Ουάρακα, καθησύχασε τον Μουχάμμαντ ότι τον είχε επιλέξει ο καλός αρχάγγελος να κηρύξει το μήνυμα, και ο Ουάρακα ευλόγησε τον Μουχάμμαντ και τον έστειλε να προσηλυτίσει τους ανθρώπους στη Μέκκα. Μερικοί από τους φτωχότερους και εκείνους που βρίσκονταν στη χαμηλότερη κοινωνική βαθμίδα τον ακολουθούσαν. Σε πολλούς ισχυρούς παγανιστές δεν άρεσε το κήρυγμά του, αλλά δεν μπορούσαν να τον πειράξουν επειδή τον προστάτευαν ο Ουάρακα, η Χαντίζα και ο θείος του Abi Taleb.

Όταν ο Ουάρακα πέθανε, οι αποκαλύψεις σταμάτησαν να εμφανίζονται επί τέσσερα χρόνια στον Μουχάμμαντ. Όταν πέθανε και η Χαντίζα, αυτός ήταν πάνω από 40 ετών και είχε μείνει χωρίς πνευματικούς οδηγούς και συμπαραστάτες. Μετά το θάνατο του θείου του Αμπού Τάλεμπ έχασε και τη στήριξη των φατριών κι έφυγε από τη Μέκκα για να συναντήσει ορισμένους από τους οπαδούς και του στην πόλη της Μεδίνα, 250 μίλια προς τα βόρεια. Μια νέα φάση του Ισλάμ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, καθώς το «μήνυμα» του θεού και ο τρόπος ζωής του Μουχάμμαντ άλλαξε δραστικά. Το μήνυμά του έγινε μήνυμα κατάκτησης και αυτοκρατορίας, και ο τρόπος ζωής του (όπως και πολλών αυτοαποκαλούμενων προφητών πριν και μετά από αυτόν) είχε κι έναν θεό να του παρέχει οτιδήποτε ήθελε, μεταξύ άλλων και πολλές γυναίκες, όπως επιθυμούσε η καρδιά του.

Η θέση οτι το Ισλάμ προήλθε απο τον Ιουδαιοχριστιανισμό δεν είναι με κανένα τρόπο μοναδική στον Ιωσήφ αλ-Καζί. Όπως σημειώνει ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών  Σωτήριος Δεσπότης,

«ο χαμένος συνδετικός κρίκος μεταξύ χριστιανισμού και ισλάμ είναι, σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές ο Ιουδαιοχριστιανισμός, ο οποίος από τον αγ. Επιφάνιο Σαλαμίνος χαρακτηρίστηκε ως μία από τις 80 τότε γνωστές αιρέσεις (Πανάριον 374-377): οι Ναζηραίοι ομολογούσαν τον Ιησού ως υιό του Θεού,  ζούσανε όμως σύμφωνα με τα  μωσαϊκά έθιμα. Οι ιουδαιοχριστιανοί, και κυρίως οι Εβιωνίτες (οι πτωχοί του Θεού) και οι βαπτιστές σαβαίοι, οι οποίοι θεωρούσαν το Χριστό ως άνθρωπο εξ ανθρώπων Μεσσία εγκαταστάθηκαν στην αραβική χερσόνησο και μάλιστα στη Μεδίνα. Σημειωτέον ότι το ιουδαιοχριστιανικό ρεύμα επιβιώνει μέχρι σήμερα στην Αφρική και στις Ινδίες. Οι Αιθίοπες μονοφυσίτες, οι οποίοι διακρίνονται για την ευλάβεια και την πίστη τους στις παραδόσεις τιμούν την κιβωτό του Μωυσή (ταβότ), χρησιμοποιούνε μια σημιτική λειτουργική γλώσσα, ψέλνουν ψαλμούς με τη συνοδεία τυμπάνων και σαλπίγγων, έχουν καθιερώσει μαζί με τη βάπτιση την περιτομή, τιμούνε το Σάββατο, και έχουν αντίστοιχες διαιτητικές συνήθειες (απαγόρευση χοιρινού). Στη νότια Ινδία ζούνε 70.000 χριστιανοί Tekkumbgam ή Southist οι οποίοι έφθασαν εκεί στην Κεραλά από τη Συρία η Μεσοποταμία το 345 υπό την ηγεσία ενός Θωμά από την Κανά ή Χαναάν. Ομολογούν τον Ιησού ως το Μεσσία των Ιουδαίων. Σύμφωνα με τον A. Schlatter, κανείς από τους ηγέτες της χριστιανικής Καθολικής Εκκλησίας των πρώτων αιώνων δε μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι οι αιρετικοί και περιθωριοποιημένοι ιουδαιοχριστιανοί κάποτε θα ταρακουνούσαν τον κόσμο και θα σάρωναν Μητροπόλεις του χριστιανικού Βυζαντίου. Μονοθεϊσμός αντί τριαδολογίας, Πάσχων Δούλος του Κυρίου αντί του Θεανθρώπου (δύο υποστάσεων) είναι μόνο μερικά από τα πιστεύω των γνωστικιζόντων ιουδαιοχριστιανών, πιθανότατα Ελκεσαϊτών (που στο Κοράνι ονομάζονται Sabier)[2], οι οποίοι επηρεασμένοι και από το γνωστικισμό θεωρούσαν τον Ιησού ως τη σφραγίδα των Προφητών (πρβλ. Tertullian, Adversus Judaeos), εξέχων τίτλος κατόπιν του Μωάμεθ. Σύμφωνα με τον Σωζομενό (439-450) υπήρχαν ιουδαιοχριστιανοί οι οποίοι θεωρούσαν ως προπάτορες τον Ισμαήλ και την Άγαρ. Ίσως (και) αυτούς πολέμησε καταρχάς ο προφήτης του Ισλάμ στη Μεδίνα αλλά και από αυτούς πληροφορήθηκε πολλά γεγονότα αλλά και Μιδράς της βιβλικής παράδοση.

Στην Αραβία φαίνεται επίσης ότι ετιμάτο ήδη η Maryam η μητέρα του Isa-Ιησού, η οποία από σύγχυση με την Μαριάμ την αδελφή του Μωυσή, θεωρούνταν κόρη του Αμράμ και αδελφή του Ααρών και σίγουρα όχι Θεο-τόκος. Υπήρχε μάλιστα τοιχογραφία της στην Kaaba της Μέκκας, την οποία δεν κατέστρεψε ο Μωάμεθ. Δεν θεωρούνταν rasulu  llah απεσταλμένη από το Θεό (όπως ο Μωάμεθ αλλά και οι άλλοι προφήτες) αλλά siddiqa – αληθινή (5,75).»

Έχοντας υπόψη μας όλα αυτά, και κάποια ακόμη (όπως τη γνωριμία του Μουχάμμαντ με τον αρειανιστή μοναχό Μπαχίρα) δεν φαίνεται πια καθόλου παράξενο γιατί ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο μεγάλος Ορθόδοξος θεολόγος που μεγάλωσε μέσα στην αυλή του Mu’awiyah στη Δαμασκό και γνώρισε καλά το Ισλάμ, το θεωρούσε μια χριστιανική αίρεση


[1] Οι χριστιανοί που ζούσαν στην Ιερουσαλήμ, γνώριζαν την προφητεία του Ιησού:

«Όταν όμως δείτε να κυκλώνεται από στρατεύματα η Ιερουσαλήμ, τότε να γνωρίσετε ότι έχει πλησιάσει η ερήμωσή της. Τότε όσοι είναι στην Ιουδαία ας φεύγουν στα όρη και όσοι είναι στο μέσο αυτής ας αναχωρήσουν και όσοι είναι στην ύπαιθρο ας μην εισέλθουν σ’ αυτή, γιατί ημέρες εκδίκησης είναι αυτές, για να ολοκληρωθούν όλα τα γραμμένα. Αλίμονο σε όσες έχουν στην κοιλιά παιδιά και σε όσες θηλάζουν εκείνες τις ημέρες. Γιατί θα γίνει καταπίεση μεγάλη πάνω στη γη και οργή στο λαό τούτο, και θα πέσουν από το στόμα της μάχαιρας και θα αιχμαλωτιστούν σε όλους τους εθνικούς, και η Ιερουσαλήμ θα πατιέται συνεχώς από τους εθνικούς, μέχρις ότου συμπληρωθούν οι καιροί των εθνικών» (Λουκάς 21:20-24).

Έτσι έφυγαν από την Ιερουσαλήμ στην Πέλλα της Ιορδανίας, όπου και παρέμειναν μέχρι το 135 μ.Χ. Σύμφωνα με το βιβλίο «Ιστορία του Ιουδαϊκού Χριστιανισμού» του Hugh Schonfield κάποιοι Ιουδαιοχριστιανοί βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ το διάστημα 132-135 μ.Χ. οπότε ξέσπασε η επανάσταση των Εβραίων κατά των Ρωμαίων, και ενώθηκαν στον πόλεμο με τους Εβραίους κάτω από τη σημαία του Μπαρ-Κοχεμπά, ταυτιζόμενοι μαζί τους εθνικά. Όταν όμως ο Ραβίνος Ακίβα ανακήρυξε τον Μπαρ-Κοχεμπά ως τον αναμενόμενο Μεσσία, οι Ιουδαιοχριστιανοί που θεωρούσαν τον Ιησού ως το Μεσσία των Ιουδαίων αρνήθηκαν να συμπράξουν, και πλέον θεωρούνταν και προδότες του έθνους τους. Καθώς οι Ρωμαίοι με τη νίκη τους ισοπέδωσαν την Ιερουσαλήμ και απαγόρευσαν την είσοδο σε όλους τους Εβραίους, όσοι Ιουδαιοχριστιανοί επέζησαν έφυγαν απότην περιοχή.

[2] Σημειωτέον ότι και ο Πέρσης Μάνης (216-76) ο οποίος ήθελε στη συνέχεια των Ζαρατούστρα, Βούδα και ενός «γνωστικού» Χριστού να ιδρύσει μια καινούργια χριστιανική θρησκεία, στα νιάτα του ανήκε στην ιουδαιοχριστιανική αίρεση των Βαπτιστών – Ελκεσαϊτών και επηρεάστηκε από το νομικισμό και την αποκαλυπτική σκέψη.

Η απελπισμένη απολογητική του Ισλάμ-8: Αναξιοπιστία της Βίβλου 3 ή «Με ΔΑΥΛΟ αν κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις…»

Ο απολογητής του Ισλάμ Άχμαντ Ελντίν, που όπως όλοι οι «συνάδελφοί» του προσπαθεί να αποδείξει τη Βίβλο αναξιόπιστη για να «βγάλει λάδι» το εντελώς αναξιόπιστο Κοράνι που συγκρούεται μ’ αυτήν,  εισέπραξε δύο καραμπινάτες αναιρέσεις των σχετικών άρθρων και ηχητικών του εδώ https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/03/27/bible-authors/ και εδώ https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/05/19/bible-authors2/. Στις αναιρέσεις μας είχαμε τονίσει ότι όλοι οι «λόγιοι» που βάλλουν κατά της αξιοπιστίας της Βίβλου, και τους οποίους αντιγράφει ο απολογητής του Ισλάμ, αν δεν είναι αθεϊστές είναι Προτεστάντες, και μάλιστα ευαγγελικοί, και το κάνουν για τους δικούς τους λόγους (βασικά θέλουν να χτυπήσουν τις «ποιμαντικές επιστολές» του Παύλου, και όλα όσα δείχνουν την ύπαρξη μυστηρίων και χειροτονίας ιερέων στην αρχαία Εκκλησία). Επειδή η διαπίστωσή μας για τη μόνιμη καταφυγή των μουσουλμάνων σε προτεστάντες λογίους, και μάλιστα ευαγγελικούς, είναι αδιαμφισβήτητη, ο απολογητής του Ισλάμ χρειαζόταν να βρει κάποιον λόγιο που να έχει τις ίδιες με αυτούς απόψεις και να μην είναι ευαγγελικός. Τελικά, νόμισε ότι ανακάλυψε έναν: κάποιον Γ. Ζερβό, στις σελίδες του… Περιοδικού «Δαυλος» (Τόμος ΙΗ, Αριθμός Τεύχους 210, Ιούνιος 1999, σελ 13263, «Συνέντευξη του Καθηγητή Γ Ζερβού».) Έσπευσε λοιπόν να δημοσιεύσει την ανακάλυψή του εδώ: http://islamforgreeks.org/2010/05/13/new-testament-unreliability-part-3/, διαφημίζοντάς την με τον πομπώδη τίτλο:

Η α(να)ξιοπιστία της Καινής Διαθήκης. Μέρος 3. Έλληνας Καθηγητής Θεολογίας, πρώην Ιερέας, παραδέχεται την αναξιοπιστία της Κ.Δ

Από τον τίτλο φαίνεται σαν ο φίλος μας να έπιασε «λαβράκι». Έλληνας καθηγητής Θεολογίας – σε αμερικανικό Πανεπιστήμιο – κατά της αξιοπιστίας της Κ.Δ., τη στιγμή που οι Έλληνες έχουν τα πρωτότυπα κείμενα της Κ.Δ. γραμμένα στη γλώσσα τους; Τη στιγμή που Έλληνες λόγιοι έχουν πολλές φορές καταρρίψει τις πολυδιαφημισμένες «αμφισβητήσεις» της αξιοπιστίας της Αγίας Γραφής από διάφορους αθεϊστές και προτεστάντες; Και είναι και πρώην ιερέας – δηλ. κάποιος που είτε προκάλεσε σκανδαλισμό και τον αποσχημάτισαν, είτε έχασε την προσωπική του ιδέα για την αξιότητά του ως λειτουργού, είτε την πίστη του στην ιεροσύνη, οπότε παραιτήθηκε μόνος του; Εκ πρώτης όψεως, η υπόθεση φαίνεται να έχει «ψωμί». Ας δούμε όμως μερικά στοιχεία για τον Γ. Ζερβό, με βάση τη γνώμη του οποίου ο Άχμαντ Ελντίν ελπίζει να καταρρίψει την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης:

  • Γεννήθηκε το 1949.
  • το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 προήχθη από επίκουρος (βοηθός) καθηγητής (Assistant Professor) σε αναπληρωτή καθηγητή (Associate Professor).
  • Ο τομέας ενασχόλησής του, στον οποίο έχει δημοσιεύσει κάποιες λίγες εργασίες, είναι βασικά τα απόκρυφα κείμενα.
  • Στη βιβλιογραφία είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Όσο κι αν ψάξει κανείς, θα βρει όλο κι όλο ένα αρθράκι του για κάποιο απόκρυφο κείμενο στο «The Anchor Bible Dictionary» (από όταν ήταν ορθόδοξος ιερέας στο St. Nicholas Greek Orthodox Church), 3-4 άρθρα πάνω στα ίδια και τα ίδια απόκρυφα κείμενα, που συμπεριλήφθηκαν σε άλλες συλλογές, και άλλες 4-5 σκόρπιες αναφορές σε μια βιβλιογραφία περίπου 3.000 ξενόγλωσσων θεολογικών έργων. Επίσης, είναι απολύτως ανύπαρκτος στην ελληνόφωνη θεολογική βιβλιογραφία.

Άραγε ο απολογητής του Ισλάμ θεωρεί ότι στο πρόσωπό του βρήκε έναν λόγιο μεγάλου επιστημονικού κύρους, του οποίου τις απόψεις πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά;

Αλλά ας δούμε ποιες είναι, σύμφωνα με το άρθρο του «Δαυλού», οι απόψεις του συμπαθούς – οπτικά – Γ. Ζερβού, με τις οποίες προσπαθεί να αποστομώσει τους χριστιανούς ο απολογητής του Ισλάμ:

«Τα θεμέλια του κλασσικού Χριστιανισμού γκρεμίστηκαν από την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Τόσο η Βίβλος (Καινή και Παλαιά Διαθήκη) όσο και η λεγόμενη Ιερά Παράδοσις έχουν καταρρεύσει.»

Αυτά τα λόγια σίγουρα εντυπωσιάζουν. Εντυπωσιάζουν όμως, τους άσχετους!

Γιατί στην πραγματικότητα, μάλλον το αντίθετο έχει συμβεί! Έχουν καταρρεύσει πλήρως όλες οι αποτυχημένες προσπάθειες κάθε λογής λογίων να εξηγήσουν κάτι που παρέμεινε ανεξήγητο για τον ορθολογισμό: τον Ιησού.

Αμέτρητοι αυτοσχεδιασμοί έγιναν σε αλλεπάλληλους «Βίους του Ιησού» που γράφτηκαν. Όπως είναι γνωστό,  και όπως σημειώνει ο Σάββας Αγουρίδης (ένας καθηγητής με διεθνές θεολογικό κύρος και αμέτρητες αναφορές σε διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία…):

«Στο μεγάλο έργο του για την έρευνα του Βίου του Ιησού παίρνει ο Schweitzer έναν – έναν τους Βίους που γράφτηκαν από την περίοδο του Διαφωτισμού μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, και ΧΩΡΙΣ ΕΛΕΟΣ, αμετάκλητα και αναμφισβήτητα αντικειμενικά δείχνει πως οι γενεές αυτές παρουσίασαν ένα Ιησού κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική τους».

Αν μπορούσαν να εξηγήσουν το μυστήριο της γένεσης του Χριστιανισμού δεν θα είχαν καταφύγει σε τόσες αλληλοαναιρούμενες υποθέσεις που ξεκινάνε από το απίθανο (π.χ. μαζικές οφθαλμαπάτες) και καταλήγουν στο γελοίο (π.χ. ότι …μπέρδεψαν οι μαθητές τον τάφο και νόμιζαν ότι αναστήθηκε ο Ιησούς…).

Η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, από τη στιγμή ειδικά που κατάλαβε ότι ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σαν ένα big bang και όχι όπως αφελώς νόμισαν, με σταδιακό τρόπο σε διάρκεια 2 αιώνων σύμφωνα με το εγελειανό σχήμα.

Συνδέστε όμως τη φράση «τα θεμέλια του κλασσικού Χριστιανισμού γκρεμίστηκαν από την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα» με το επόμενο που αναφέρεται στη συνέντευξη του Γ. Ζερβού:

«Βρισκόμαστε ήδη στην τρίτη φάση της αναζητήσεως του Ιστορικού Ιησού: «Ποιος ήταν ο Ιστορικός Ιησούς; Το ερώτημα αυτό έχει απασχολήσει τα τελευταία βιβλικά συνέδρια. Ήταν θεός; Ήταν άνθρωπος; Ήταν προφήτης;»

Η «τρίτη αναζήτηση» έχει ξεκινήσει από το 1980 περίπου. Μα πριν δεν μας έλεγε ότι η «ακαδημαϊκή κοινότητα» ΓΚΡΕΜΙΣΕ ήδη τα θεμέλια του κλασσικού Χριστιανισμού; Αφού τα γκρέμισε, πως κάθεται και συζητάει ακόμα αν ο Ιησούς ήταν θεός, άνθρωπος ή προφήτης;

Βέβαια μην απορεί κανείς: αυτό που αναδημοσιεύει ο πιασμένος από τα μαλλιά του, ταλαίπωρος μουσουλμάνος, είναι από το περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ». «Δαυλός» σημαίνει ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Αν δει κανείς τις απαντήσεις που κυκλοφορούν για το κίνημα που εκπροσωπεί ο «Δαυλός» και τα άρθρα που έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς, θα καταλάβει ότι οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν την λεγόμενη «κίτρινη δημοσιογραφία» του χώρου τους:

http://www.oodegr.com/neopaganismos/syxrono_xali/davlos1.htm

http://www.oodegr.com/neopaganismos/syxrono_xali/davlos2.htm

http://www.oodegr.com/neopaganismos/sykofanties/enapenizontes_1.htm

http://www.oodegr.com/neopaganismos/diogmoi/skythop1.htm

http://www.oodegr.com/neopaganismos/diogmoi/skythop2.htm

http://www.oodegr.com/neopaganismos/ag.grafi/zaxar1.htm

http://www.oodegr.com/neopaganismos/epistoles/parasyromenos_1.htm

Οι συντάκτες του «Δαυλού» δεν χρειάζονται στοιχεία για τα όσα γράφουν, αφού τους αρκεί η αχαλίνωτη φαντασία τους. Πώς αλλιώς θα γέμιζαν τόσες χιλιάδες ανούσιες, πραγματικά άχρηστες, χωρίς καμία επιστημονική αξία σελίδες;

Αλλά από τα παρακάτω προκύπτει επίσης άφθονο γέλιο:

«ιερατείο πού είχε στόχο την άσκηση εξουσίας και ελέγχου»

«αναγκάσθηκαν να φτιάξουν νέα ηγεσία»

«ιστορία της επικρατήσεως των επισκόπων»

«πνευματικών δεσποτών»

«εξάπλωση μιας τυραννικής αυτοκρατορίας πάνω στην ανθρωπότητα»

«ο ιστορικός Ιησούς ήταν εναντίον της οργανωμένης θρησκείας» κ.λπ.

Όποιος και να τα είπε αυτά – ο πρώην ιερέας Ζερβός, ή ο ευφάνταστος «Δαυλός» , από πλευράς θεολογικής βιβλιογραφίας έχει μείνει στη …Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια και στους ξεπερασμένους μαρξιστές όπως ο Kautsky, ο Κορδάτος ή άλλοι που έχουν εκδοθεί από την Ακαδημία Επιστημών της Ε.Σ.Σ.Δ.! Δηλαδή μια συνθηματολογία περί άρχουσας τάξης ενάντια στις καταπιεσμένες λαϊκές τάξεις και περί χριστιανισμού ως κοινωνικού κινήματος που αργότερα έγινε θρησκεία…

Ανόητες τοποθετήσεις που προκύπτουν όταν ο καθένας, λόγω ιδεοληψίας, παίρνει την φράση που τον βολεύει και βγάζει από εκεί συμπεράσματα για το σύνολο, αγνοώντας όλα όσα ξεβολεύουν τη θεωρία του, αγνοώντας όλη τη σχετική βιβλιογραφία.

Λες και ο Χριστιανισμός δεν ενδιαφερόταν και για τις ψυχές των πλουσίων όπως και για των φτωχών, και για τα αφεντικά, όπως και για τους δούλους, για τους άρχοντες του κόσμου αλλά και για τους υφισταμένους τους, για τους πνευματικούς ηγέτες αλλά και για τον λαό του Θεού! Δεν υπήρχε ούτε μισή ψυχή για την οποία δεν ενδιαφερόταν ο Ιησούς και γι’ αυτό απέτυχαν οικτρά όσοι θέλησαν να συσχετίσουν ιστορικά ή αναδρομικά τη διδασκαλία του με οποιοδήποτε κίνημα.

Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ΠΟΣΟ μοιάζουν κάποιες απόψεις του Γ. Ζερβού με αυτές των ευαγγελικών, που αγαπά να αντιγράφει ο Άχμαντ Ελντίν. Όπως για παράδειγμα, το ότι καταφέρεται ακριβώς εναντίον της γνησιότητας συγκεκριμένων επιστολών του Παύλου: της επιστολής προς Εβραίους, που παρουσιάζει τον Ιησού ως αρχιερέα, και των «ποιμαντικών» επιστολών (προς Τιμόθεο και προς Τίτο), οι οποίες δείχνουν ότι υπήρχαν επίσκοποι χειροτονημένοι από τους αποστόλους από την πρώτη εποχή της Εκκλησίας. Οπότε εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν ο Γ. Ζερβός δεν έγινε άθεος (και φυσικά, ΑΝ ο «Δαυλός» δεν δημοσιεύει ψέματα), τότε υπάρχει η περίπτωση να έγινε προτεστάντης… Έτσι εξηγούνται όλες οι ατάκες του κιλού ενάντια στον κλήρο. Όμως οι πλάνες των προτεσταντών στα θέματα αυτά έχουν απαντηθεί σε πολλά άρθρα περί ιεροσύνης και ειδικής ιεροσύνης, τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο, και δεν χρειάζεται να πούμε λέξη εδώ για τις αφελείς θεωρίες τους:

http://www.oodegr.com/oode/orthod/iereis1.htm

http://www.oodegr.com/oode/orthod/ekkl3.htm

http://www.oodegr.com/oode/orthod/ekkl1.htm

http://exprotestant.blogspot.com/2010/04/blog-post_04.html

http://exprotestant.blogspot.com/2010/04/blog-post_1255.html

Το πώς οι προτεστάντες μπορούν να είναι τόσο επιθετικοί κατά της ιεροσύνης και του κλήρου, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούν πιστά τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης τον οποίο τους παρέδωσαν …ΚΛΗΡΙΚΟΙ Πατέρες της Εκκλησίας, και το πώς δεν απορούν που ο Θεός εδέησε να δώσει στον «κακό» κλήρο την τιμή να παραδώσει στους «καλούς» προτεστάντες την ιερή αυτή συλλογή βιβλίων, ας το σκεφτούν μόνοι τους. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να πάρει στα σοβαρά τις εμπαθείς κατηγορίες τους, τις οποίες επινοούν στην προσπάθειά τους να υποβαθμίσουν το γεγονός ότι ΔΕΝ έχουν αποστολική διαδοχή.

Όμως παρακάτω ο Γ. Ζερβός, εκτός από προντεσταντίζων, πιάνεται και αδιάβαστος:

«Λόγος, ΕΝΝΟΙΑ που προέρχεται από την ελληνική φιλοσοφία»!

Από πού κι ως πού;

Ο Λόγος είναι απλά ΛΕΞΗ που πήρε η χριστιανική θεολογία από τη φιλοσοφία, αλλά η ΕΝΝΟΙΑ του όρου «λόγος» στη θεολογία διαφοροποιείται από τη φιλοσοφική, κι  έχει περιεχόμενο που προέρχεται καθαρά από τη χριστιανική αποκάλυψη!

Διαφορετικά, ας μας εξηγήσει ο Γ. Ζερβός πότε ο «Λόγος» της Φιλοσοφίας, έγινε «Σαρξ»;

Και ένα παιδάκι κατανοεί ότι ο Ιωάννης μιλάει για ΠΡΟΣΩΠΟ! Ουδεμία δηλ. σχέση με την απρόσωπη ενέργεια του φιλοσοφικού λόγου. Άρα μιλάμε απλώς για χρήση ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΩΝ σχημάτων από τη γλώσσα της εποχής, ώστε να γίνουν κατανοητά τα κείμενα και όχι φυσικά για «δάνεια» της ουσίας της διδασκαλίας του Ιησού. Αυτά αφήστε τα για τους αφελείς.

Μας λέει ο Γ. Ζερβός – πάντα σύμφωνα με τον «Δαυλό» – ότι

μετά την τελειωτική καταστροφή του Ισραήλ το 70 μ.Χ. από τους Ρωμαίους, η Εκκλησία «χωρίστηκε από τον Ιουδαϊσμό και βγήκε να κατακτήσει τον Ελληνο-Ρωμαϊκό κόσμο.»

Καλά δεν διάβασε ο άνθρωπος στις επιστολές και τις «Πράξεις» ότι το κήρυγμα τους εθνικούς είχε αρχίσει από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, και ότι η πρώτη αποστολική σύνοδος στα Ιεροσόλυμα το 49 μ.Χ. είχε ως αντικείμενο το αν θα έπρεπε οι εξ Εθνικών χριστιανοί να ακολουθήσουν τον Μωσαϊκό νόμο; Και αυτό επειδή ήδη ο Παύλος κήρυττε σε εθνικούς, αλλά και ο Πέτρος είχε βαπτίσει μερικούς, και οι Ιουδαΐζοντες πίστευαν ότι πρέπει οι εξ Εθνικών χριστιανοί να κάνουν περιτομή κ.α.;

Και συνεχίζει:

Έφτιαξαν λέει τον «μονογενή, ομοούσιο Υιό τού Θεού, ακριβές αντίγραφο του Ηρακλέους, του Ασκληπιού κ.τ.λ. Επίσης αντέγραψαν οι Χριστιανοί πολλά στοιχεία από τις μυστηριακές θρησκείες του Μίθρα, της Ίσιδος και του Οσίριδος».

Προσέξτε αφελές σκεπτικό:

1. Για να φτιάξω αντίγραφο του Ηρακλή και του Ασκληπιού, προφανώς έχω σκοπό να μπερδέψω αυτούς που τους πιστεύουν και να τους παραπλανήσω να λατρέψουν τον δικό μου θεό.

2. Και ενώ έχω σκοπό το δημιούργημά μου να μπερδέψει εκείνους που πιστεύουν στον κόσμο του Ηρακλή και του Ασκληπιού, εγώ φτιάχνω έναν Ιησού που λέει ότι απεχθάνεται ολόκληρο το υπόβαθρο του ειδωλολατρικού, πολυθεϊστικού κόσμου!

3. Επιπλέον, αντί να βάλω το καλύτερό μου αντίγραφο του Ηρακλή και Ασκληπιού να γεννηθεί σε μεγάλο ειδωλολατρικό κέντρο, τον βάζω να γεννηθεί στη μισητή για τους ειδωλολάτρες Παλαιστίνη (και μάλιστα ΟΥΤΕ ΚΑΝ στην Ιερουσαλήμ, αλλά σε μια άκρη της…), και τον βάζω να γεννηθεί ως απεχθής για τους ειδωλολάτρες Ιουδαίος!

4. Και ήταν τόσο «πειστικό» το κατασκεύασμα μου, που ο ειδωλολάτρης Κέλσος αν ζούσε, ακόμα θα γελούσε με την προσπάθειά μου να τον πείσω ότι πιστεύω σε έναν Θεό …ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ! Έναν θεό που σταυρώθηκε, όχι σκοτωμένος αλληγορικά όπως ο κάθε Όσιρις και Διόνυσος, αλλά κυριολεκτικά ως κατάδικος, καταδικασμένος από τους Ρωμαίους!

Όπως γράφει μετά από μια μακρά ανάλυση και αναφορά στη βιβλιογραφία ο καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης:

«Η κατά γενική ομολογία παραδοχή της αξιοπιστίας των ευαγγελικών κειμένων, αναφορικά με το γεγονός του σταυρικού θανάτου του Ιησού, έχει την εξήγηση της. Η εξήγηση αυτή σχετίζεται με τις μεσσιανικές προσδοκίες της εποχής. Ήταν αδιανόητο για την πρωτοχριστιανική κοινότητα, που ξεπήδησε από τη συναγωγή, να διακηρύσσει με αυταπάρνηση την πίστη της στον «εσταυρωμένο» Ιησού, αν το γεγονός της σταύρωσης δεν ήταν πραγματικό ιστορικό γεγονός. Και μόνο η ιδέα ενός μεσσία, που θανατώθηκε με τον πιο ατιμωτικό τρόπο, ήταν δυνατό στα πρώτα βήματα της χριστιανικής κοινότητας να διαθέσει αρνητικά τόσο τους Ιουδαίους, όσο και τους εθνικούς. Η σπάνια μαρτυρία της Γαλ. 3,13 όπου με άμεση αναφορά στο Δευτερονόμιο (27,6. 21,23), γίνεται έμμεση νύξη στην αντίθεση του ιουδαϊσμού για παθητό -και μάλιστα «εσταυρωμένο»- μεσσία, όπως επίσης και η κατηγορηματική διαβεβαίωση του Παύλου ότι ο «εσταυρωμένος Χριστός» είναι «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον έθνεσιν δε μωρία» (Α’ Κορ 1,25), αποκλείει εντελώς το ενδεχόμενο η πίστη στον εσταυρωμένο Ιησού να αποτελεί δημιούργημα της πρώτης Εκκλησίας».

5. Και αλήθεια, πότε ο Ηρακλής ή ο Ασκληπιός παρουσιάστηκαν από τον αρχαίο κόσμο ως «μονογενείς» υιοί του Θεού και μάλιστα «ομοούσιοι μαζί του»; Οι θεοί των ειδωλολατρών είχαν αναρίθμητους γιους (και κόρες) που τους έκαναν όχι πνευματικά αλλά με θνητές, και στην καλύτερη περίπτωση τα παιδιά αυτά ήταν ημίθεοι!

6. Και ποιον Ηρακλή και ποιον Ασκληπιό αντέγραψαν οι Χριστιανοί, από τις δεκάδες παραλλαγές των ιστοριών που υπήρχαν; Δεν ξέρει ο Γ. Ζερβός σε κάθε περιοχή έχουν και μια άλλη παράδοση για τη ζωή και το έργο των «ημιθεων» αυτών, γνήσιο γνώρισμα του μύθου; Αντέγραψαν τον Ασκληπιό που του έριξε κεραυνό ο Δίας για να μην ταράξει την αρμονία του κόσμου, και που ο Απόλλωνας για να εκδικηθεί τον Δία σκότωσε τους Κύκλωπες και μετά ο Ασκληπιός μεταμορφώθηκε σε αστερισμό; Ή τον Ασκληπιό που πήρε μέρος στην …αργοναυτική εκστρατεία; Που είχε σύμβολά του τα κυπαρισσο-κουκουνάρια, την κατσίκα και τον σκύλο; Αντέγραψαν τον Ηρακλή που πέθανε στην πυρά που άναψε μόνος του; Τον Ηρακλή που είχε παντρευτεί, είχε και φιλενάδα, είχε και περίπου …70 παιδιά; Τον Ηρακλή που τον έφαγαν οι ζήλιες των γυναικών;

Μην πιάσουμε τώρα τις υπόλοιπες θεότητες και τις ατέλειωτες μυθικές ιστορίες τους…

Αυτά είναι τόσο αστεία, τόσο παλιομοδίτικα, τόσο απαρχαιωμένα, τόσο αγνοημένα από την επιστήμη πλέον! Έχουν ξεχαστεί για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και επιστρατεύονται μόνο από ταλαίπωρους μουσουλμάνους απολογητές και φτηνά περιοδικά χωρίς την παραμικρή επιστημονική αξιοπρέπεια. Ένα ανακάτεμα συζητήσεων καφενείου χωρίς σοβαρότητα.

Ποιος είδε ποτέ τον Θεό να έρχεται προς τον άνθρωπο, για Σωτηρία ψυχής και ΣΩΜΑΤΟΣ (πράγμα αδιανόητο για την φιλοσοφία αφού το θεωρούσαν φυλακή της ψυχής). Έναν Θεό φτωχό, κατατρεγμένο, να μην έχει που να κοιμηθεί, με τη μητέρα του μια απλή, φτωχή γυναίκα του χωριού χωρίς την παραμικρή κοσμική λάμψη; Θεό βασανισμένο, ταλαιπωρημένο, Σταυρωμένο; Αν κάποιος ήθελε να σκεφτεί τον ιδανικό τρόπο ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ στην ίδρυση μιας θρησκείας, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη ιστορία από αυτή του Χριστιανισμού και γι’ αυτό άλλωστε παραμένει μέχρι σήμερα ως μυστήριο μέγα.

Και τελειώνοντας με τους Ζερβό-Δαυλό:

«Ο Ιησούς του Ιωάννη είναι «εγωιστής». Ο Μάρκος…μας παρουσιάζει έναν Ιησού πιο κοντά στην πραγματικότητα, πιο κοντά στον ιστορικό Ιησού».

ΑΛΗΘΕΙΑ;…

Ας δούμε λίγο τον Ιησού «του Μάρκου», όταν λέει:

«Με την επίκληση του ονόματός ΜΟΥ θα διώχνουν δαιμόνια» (Μαρκ. 16,17)!

«αφού χρησιμοποιήσει το όνομά ΜΟΥ για να κάνει θαύμα» (Μαρκ. 9,39-40)!

«τη διδασκαλία ΜΟΥ («τους ΕΜΟΥΣ λόγους»)» (Μαρκ. 8,38), όπου παρουσιάζει τη διδασκαλία ως ΔΙΚΗ ΤΟΥ και όχι του Θεού-Πατρός!

«ο Υιός του Ανθρώπου ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΙ και το Σάββατο» (Μαρκ. 2,27-28)!

Ονομάζει τον εαυτό του ΚΥΡΙΟ (Θεό)!

«Αν κανείς σας ρωτήσει “γιατί το κάνετε αυτό;” να του πείτε, “ο ΚΥΡΙΟΣ το χρειάζεται» (Μαρκ. 11,3-4)!

Όταν χρησιμοποιεί για τον εαυτό του σύμβολα που μόνο για τον ίδιο το Θεό χρησιμοποιούνται:

«Τότε θα δουν τον Υιό του Ανθρώπου να έρχεται πάνω σε σύννεφα με πολλή δύναμη και λαμπρότητα. Αυτός θα στείλει τότε τους αγγέλους και θα συνάξει τους εκλεκτούς του από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, απ’ όλα τα πέρατα της γης» (Μαρκ. 13,26-27)

Ως γνωστόν, η νεφέλη ήταν σημείο της παρουσίας του Γιαχβέ στην Παλαιά Διαθήκη.

Όταν ο Ιησούς διδάσκει ΙΣΟΘΕΪΑ για τον εαυτό του λέγοντας το ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ, το οποίο ακούν και φρίττουν οι Ιουδαίοι:

«‘Παιδί μου, ΣΟΥ ΣΥΓΧΩΡΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ’. Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους: ‘Μα πώς μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλοντας το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; ΜΟΝΟΝ ΕΝΑΣ ο ΘΕΟΣ’» (Μαρκ. 2,5-7)!

Κατά τα άλλα μας λένε οι Ζερβός-Δαυλός ότι ο Μάρκος διαφοροποιείται από τα άλλα ευαγγέλια που τα «παραποίησαν»!

Τι αρλούμπες είναι αυτές;

Τα χειρόγραφα που έχουν βρεθεί είναι καταπέλτης. Η «ακαδημαϊκή κοινότητα» πήρε μεγάλα μαθήματα αρκετές φορές όταν άφησε «τη φαντασία στην εξουσία». Κάποτε έλεγε ότι όλα φτιάχτηκαν για να στηρίξουν το Βυζάντιο από τον Μ. Κων/νο, έλα όμως που προέκυψαν πλέον χειρόγραφα από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλ. κοντά στο 4ο ευαγγέλιο!

Τις ίδιες υποθέσεις έκαναν για την παραποίηση της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι που βρέθηκαν τα παλαιοδιαθηκικά χειρόγραφα του Κουμράν. Τις ίδιες διαψεύσεις γνώρισαν οι ελπίδες τους να συσχετίσουν τον Ιησού με τους Εσσαίους και οι ξεχασμένες πλέον θεωρίες τους μένουν για να τους το θυμίζουν. Τα ίδια έλεγαν μέχρι να γνωρίσουμε τους γνωστικούς μέσα από τα ίδια τους τα έργα, μέσα από τα χειρόγραφα του Ναγκ Χαμαντί.

Έχουν γκρεμιστεί όλα τα κάστρα που είχαν στήσει οι «ορθολογιστές» και όσο βρίσκουμε παλαιά χειρόγραφα τόσο διαπιστώνεται ότι (όπως γράφει ο Σωτήριος Δεσπότης):

«Σώθηκαν μέχρι σήμερα πάνω από 2.500 ελληνικά χειρόγραφα που περιέχουν είτε πλήρη, είτε αποσπάσματα του κειμένου. Ο συνολικός αριθμός παραλλαγών, θελητών και αθέλητων, των ιερών κειμένων, κυμαίνεται γύρω στις 200.000. Από τις 200.000 παραλλαγές το 95% μπορεί αμέσως να παραθεωρηθεί, διότι μαρτυρείται από ασήμαντο αριθμό χειρογράφων. Από τις 10.000 το 95% έγκειται όχι στη σημασία του κειμένου, αλλά στο συλλαβισμό, τη γραμματική ή τη λανθασμένη σειρά των λέξεων. Από το 5%, τις 500 δηλ. παραλλαγές, μόνον 50 έχουν ειδικό βάρος. Είναι εντυπωσιακό ότι καμιά βασική χριστιανική διδασκαλία δε βασίζεται πάνω σε λανθασμένη ανάγνωση και καμιά αναθεώρηση κάποιας λέξης δεν οδήγησε σε διόρθωση της διδασκαλίας της»».

Άλλη μια τρανταχτή απόδειξη ότι είτε ο «Δαυλός» έχει κάνει κοπτο-ραπτική στη συνέντευξη, είτε κάτι δεν πάει καλά με τον Γ. Ζερβό, είναι η εξής δήλωση:

«Ο Ιησούς δεν είχε θεϊκή υπόσταση, όπως ισχυρίσθηκε η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος».

Μόνο ένας άσχετος με την εκκλησιαστική ιστορία τολμά να δηλώσει πως το ότι ο Ιησούς είχε θεϊκή υπόσταση είναι κάτι που το «ισχυρίσθηκε» η Α΄ Οικ. Σύνοδος!

Αν αυτό το έχει πει όντως ο Γ. Ζερβός, τότε είναι προφανές για ποιο λόγο είναι βιβλιογραφικά ανύπαρκτος, αφού κανείς δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι ξεκινώντας από την ΙΔΙΑ την Καινή Διαθήκη, και μέχρι να φτάσουμε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, συναντάμε σωρεία εκκλησιαστικών συγγραφέων που μαρτυρούν την πίστη της Εκκλησίας στη θεότητα του Ιησού Χριστού, μια πίστη που ΑΠΛΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕ η Α΄ Οικ. Σύνοδος!

Από το «και Θεός ήν ο Λόγος» του Ιωάννη, και τις αμέτρητες άλλες ομολογίες της θεότητας του Ιησού Χριστού από τους Μάρκο, Ματθαίο, Λουκά, Απ. Παύλο κ.λπ., μέχρι τη Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων, των Αντιγνωστικών Πατέρων και των Απολογητών ακόμα, και τη Χριστολογία του 3ου αιώνα και μέχρι την Α΄ Οικ. Σύνοδο, δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι ο Ιησούς Χριστός πιστευόταν ως Θεός ομοούσιος του Πατρός. Αυτή τη μαρτυρία της παράδοσης η Α΄ Οικ. Σύνοδος την επικύρωσε απλά! Κι ένας πρωτοετής της Θεολογίας το γνωρίζει αυτό.

Όλες αυτές οι αφελείς διατυπώσεις, δείχνουν ότι μάλλον ο «Δαυλός» έχει βάλει το χεράκι του στη διαμόρφωση… Και αν όλα αυτά τα έχει πει ο ίδιος ο Γ. Ζερβός, τότε απορούμε τι είδους επιστημονικές ανάγκες καλύπτει στην εκπαιδευτική θέση που βρίσκεται, όταν αγνοεί όλη τη βιβλιογραφία μετά από τις αρχές του …20ου αιώνα!

Και φυσικά, αυτού του επιπέδου οι γηπεδολογίες, είναι ό,τι πρέπει για το blog του παντελώς άσχετου με τα ζητήματα αυτά μουσουλμάνου απολογητή.

Ο Ένας και Τριαδικός Θεός ας ελεήσει τον φίλο μας τον Άχμαντ, τον Γεώργιο Ζερβό, τους συντάκτες του «ΔΑΥΛΟΥ» και όσους (όπως εγώ ο GreekMurtadd), γελάμε – αντί να κλαίμε – με την κατάστασή τους…

Η απελπισμένη απολογητική του Ισλάμ-7: «Η αναξιοπιστία της Βίβλου 2» ή «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα!»

Ο απολογητής του Ισλάμ Άχμαντ Ελντίν απάντησε στο άρθρο μας Η απελπισμένη απολογητική του Ισλάμ-6: Είναι η Βίβλος αξιόπιστη; με ένα βίντεο, που βρίσκεται εδώ: http://islamforgreeks.org/2010/04/03/new-testament-unreliability-part-2/ Όπως σχολίασε αναγνώστης μας, κάτι τέτοιο «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ! … ΜΟΝΟ τα ΓΡΑΠΤΑ μένουν! Δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να κάνει απομαγνητοφώνηση σε μισής ώρας μπλα, μπλα, ώστε να καταγράψει σε κείμενο τα “επιχειρήματα” του ισλαμιστή! Ο οποίος ως έσχατο μέσο για να μην δούνε οι οπαδοί του ότι ουσιαστικά έχει καταθέσει τα όπλα, ανεβάζει ένα αρχείο βίντεο με ομιλία!!!
Τι είδους απαντηση είναι αυτή σε ένα αρχείο το οποίο ακόμη και αν το αλλάξει, αν το κόψει ή το ράψει, ουδείς είναι σε θέση να το καταλάβει εύκολα; Απάντηση, σημαίνει ΚΕΙΜΕΝΟ. Να μπορείς να αποθηκεύσεις και το στιγμιότυπο της ιστοσελίδας με ώρα και ημερομηνία, ώστε να μην μπορεί να κάνει αλλαγές μετά.»

Τα επιχειρήματα του αναγνώστη μας είναι βάσιμα, και είναι αλήθεια ότι καθυστερήσαμε πολύ να παρακολουθήσουμε το βίντεο ενώ αν ήταν κείμενο, θα το είχαμε διαβάσει πολύ πιο γρήγορα. Βέβαια κάποια στιγμή, κάναμε κουράγιο και το παρακολουθήσαμε όλο. Ακολουθούν οι παρατηρήσεις μας σε ό,τι ακούσαμε εκεί. Τις έχουμε χωρίσει σε δύο μέρη, ώστε να είναι πιο ξεκούραστο το διάβασμα του μεγάλου κειμένου.

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ

Το συγκεκριμένο προχειροφτιαγμένο βίντεο, κατά ένα μεγάλο μέρος αποτελεί ξανασερβίρισμα του προηγούμενου αναιρεμένου άρθρου που ο απολογητής του Ισλάμ πήρε από τον Bassam Zawadi. Επαναλαμβάνει και εδώ τους ίδιους ισχυρισμούς ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι «ανώνυμα, πλαστογραφημένα πολλές φορές, και 1002 σενάρια έχουν ειπωθεί», και έχουν δοθεί και οι «κατάλληλες αποδείξεις» από τους «λόγιους», «αποδείξεις» για την ποιότητα των οποίων κάνετε λίγη υπομονή και θα δείτε…

Λέει ότι δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε «βιβλία που ήρθαν πολύ αργότερα, ειδικά στην εποχή της Εκκλησίας», μια που ο βαθιά νυχτωμένος απολογητής δεν γνωρίζει ότι η «εποχή της Εκκλησίας» δεν άρχισε «πολύ αργότερα», αλλά 50 ημέρες μετά την Ανάσταση, οπότε και βαπτίστηκαν χιλιάδες χριστιανοί στα Ιεροσόλυμα από τους μαθητές του Χριστού, και ότι αυτά που έγραφαν τα βιβλία που συντάχθηκαν μετά, ήταν ήδη γνωστά από την προφορική παράδοση.

Το γεγονός ότι ο Ελντίν επιμένει να αναμασά ότι «το βασικό επιχείρημά μας είναι ότι δεν ξέρουμε ποιος έγραψε αυτά τα κείμενα», ενώ έχει διαβάσει το δικό μας άρθρο-καταπέλτη που ξεθεμελίωσε τελείως το δημοσίευμα στο δικό του μπλογκ, σημαίνει ότι η θρησκοληψία του τον εμπόδισε να το κατανοήσει και να το αξιοποιήσει. Αυτό τον οδηγεί αναπόφευκτα στον επαναλαμβανόμενο διασυρμό και γελοιοποίησή του ως αμαθούς και τυφλού φανατικού.  Οι Σαουδάραβες αρχαιολόγοι που εργάζονται στα ερείπια, τα οποία ο Μουχάμμαντ παρουσίαζε στο Κοράνι ως κατοικίες των Θαμούντ, ενώ στην πραγματικότητα ήταν τάφοι των Ναβαταίων, παραδέχονται την ιστορική πραγματικότητα παρότι το ιερό τους βιβλίο παρουσιάζει μια ψευδή εκδοχή για την ιστορία, δανεισμένη από τα ποιήματα ενός συγγενή του Μουχάμμαντ (τα οποία κυκλοφορούν κανονικά σε συλλογές Αράβων ποιητών και είναι παλαιότερα από το Κοράνι). Ο Άχμαντ Ελντίν δυστυχώς δεν μπορεί να παραδεχτεί την ιστορική πραγματικότητα, όταν  αυτή αποκαλύπτει εσφαλμένες τις διδασκαλίες της θρησκείας του: στην προκειμένη περίπτωση, τη διδασκαλία ότι η Βίβλος διαφωνεί με το Κοράνι επειδή αυτή είναι «παραποιημένη από ανθρώπους» ενώ το Κοράνι παραμένει όπως «το παρέδωσε ο Θεός». Μάλιστα βγάζει και από το μυαλό του, χωρίς παραπομπή σε πηγή, κάποια νούμερα, σύμφωνα με τα οποία «το 60% των σύγχρονων λογίων αμφισβητεί την πατρότητα των βιβλίων». Στην απελπισία του να βρει κάποιο επιχείρημα εναντίον των θέσεών μας, σημειώνει ως «ενοχοποιητικό στοιχείο» ότι γράψαμε «και να αναγράφει κάποιο βιβλίο τον συγγραφέα του, δεν σημαίνει ότι είναι αλήθεια αυτό». Ασφαλώς, και η αναγραφή ενός ονόματος δεν σημαίνει πατρότητα ενός βιβλίου, αν η πατρότητα δεν επιβεβαιώνεται από μαρτυρίες άλλων, κατά προτίμηση συγχρόνων του βιβλίου. Δεν είμαστε αφελείς να δεχόμαστε ασυζητητί δηλώσεις, που μπορούν κάλλιστα να προέρχονται από πλαστογράφους, όπως κάνουν οι μουσουλμάνοι που δέχονται ότι το Κοράνι το υπαγόρευσε ο Αλλάχ επειδή έτσι γράφει μέσα!  Όμως στην περίπτωση των βιβλίων της Κ.Δ. οι πληροφορίες για το ποιος τα έγραψε δεν προέρχονται κυρίως από τους ίδιους τους συγγραφείς, αλλά από τους συγχρόνους τους στις διάφορες τοπικές χριστιανικές εκκλησίες. Οπότε, άδικα πιάνεται από τα μαλλιά του ο Άχμαντ Ελντίν, και φαντάζεται ότι συμφωνούμε μαζί του, περιμένοντας να βρει για τις σοφιστείες του όπλα από τα δικά μας υγιή επιχειρήματα.

Μιλά ο Άχμαντ για «κάποιους λόγιους που δεν αναφέραμε», επειδή και αυτός δεν τους ανέφερε στο προηγούμενο άρθρο του, και είναι – καταπώς μας λέει – 6 στον αριθμό:  οι ευαγγελικοί David Desilva, Donald W. Burdick, Arthur G. Patzia και I. H. Marshall (ο οποίος στα περισσότερα συμφωνεί με την παραδοσιακή πατρότητα) ο επίσης ευαγγελικός Leon Morris (αυτόν τον ξαναμετράει ενώ τον έχουμε ήδη αναφέρει, άρα είναι 5 και όχι 6… μα τίποτα σωστό δεν θα πεις βρε Άχμαντ;) και ο πρεσβυτεριανός Mark D. Roberts, ο οποίος αρκετές φορές έχει αποστομώσει διάφορους «κριτικούς της Βίβλου» (βλ. παράδειγμα παρακάτω). Με αυτές τις αναφορές του απλά μας δικαιώνει σε αυτά που γράψαμε, ότι δηλ. οι μουσουλμάνοι απολογητές «πολύ συχνά αλιεύουν “γνώμες” μεταξύ ευαγγελικών προτεσταντών» και φυσικά, ότι «τις πολύ περισσότερες γνώμες λογίων υπέρ της αξιοπιστίας της Α.Γ. τις κάνουν γαργάρα, αφού δεν τους συμφέρουν».

Ρωτά επίσης ο Άχμαντ αν συμφωνούμε ότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος έκανε λάθος στο ευαγγέλιό του, όπως διάβασε προφανώς στο  http://www.oodegr.com/oode/grafi/alathiti1.htm#4:

«Γράφει ο Ματθαίος στο 27/κζ: 9: «Τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος: Και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ»

Λοιπόν, ψάξτε όσο θέλετε τον Ιερεμία. Αυτό το εδάφιο δεν θα το βρείτε! Και ας γράφει ο Ματθαίος ότι το λέει ο Ιερεμίας. Πού είναι αυτό το εδάφιο; Βρίσκεται στον προφήτη Ζαχαρία! Γράφει ο Ζαχαρίας:

«και ερώ προς αυτούς: Ει καλόν ενώπιον υμών εστι, δότε στήσαντες τον μισθόν μου ή απείπασθε· και έστησαν τον μισθόν μου τριάκοντα αργυρούς» (Ζαχαρίας 11/ια: 12).

Είναι προφανές εδώ, ότι ο Ματθαίος έγραψε από μνήμης την προφητεία, και έκανε λάθος! Νόμιζε ότι την είχε διαβάσει στον Ιερεμία, αλλά την είχε διαβάσει στον Ζαχαρία! Συνεπώς, αυτά που έγραφε, δεν του τα υπαγόρευε ο Θεός. Δικά του ήταν! Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να του υπαγόρευσε λάθος πληροφορία. Λέτε ο Θεός να μην ήξερε ποιος έγραψε την προφητεία στην πραγματικότητα; Όμως ο Θεός τον άφησε να κάνει αυτό το λάθος, για να είναι αυτό το λάθος σήμερα, ατράνταχτη απόδειξη, απέναντι στην αιρετική Προτεσταντική άποψη της αλάθητης Αγίας Γραφής!»

Η απάντησή μας είναι ότι ασφαλώς και συμφωνούμε, και συνυπογράφουμε τα παρακάτω από το ίδιο άρθρο:

«Δεν τους υπαγόρευσε ο Θεός την Αγία Γραφή, υπό τύπον προϊσταμένου και γραμματέως, όπως έχουν την εντύπωση πολλοί Προτεστάντες. Κατέγραψαν κάποια πράγματα ωφέλιμα, (είτε κατ’ εντολήν του Θεού, είτε από μόνοι τους), στα οποία υπήρχε και Θεία Αποκάλυψη. Και αυτή η Θεία Αποκάλυψη που ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ, τα έκανε να συγκαταριθμηθούν από την Εκκλησία ως «Θεόπνευστα«. Δεν ήταν ολόκληρα «Θεία Αποκάλυψη». Αλλά ΠΕΡΙΕΙΧΑΝ Θεία Αποκάλυψη. Αυτό σημαίνει, ότι δεν είναι σωστό να θεωρούμε κάθε τους λέξη ως «αλάθητη». Αλλά μόνο εντός της παράδοσης της Εκκλησίας είναι δυνατόν να γίνει η ορθή κατανόηση του κειμένου.»

Επειδή ακριβώς συμφωνούμε με τα παραπάνω, η απάντησή μας στην πρώτη του απόπειρα να παρουσιάσει τη Βίβλο ως αναξιόπιστη κατέληγε στις φράσεις: «Η χριστιανική πίστη και θεολογία ΔΕΝ πηγάζει από τη Βίβλο (προτεσταντική πεποίθηση), αλλά από την άμεση αποκάλυψη του Θεού στους αγίους όλων των εποχών. Η Κ.Δ. καταγράφει απλώς το προφορικό κήρυγμα του Χριστού και των αγίων αποστόλων Του. Όποιοι κι αν την έγραψαν, όποτε κι αν την έγραψαν, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτά έλεγε ο Χριστός και οι μαθητές Του. Οπότε οι ισλαμιστές φίλοι μας, εκτός που δεν αποδεικνύουν τίποτα, κάνουν μια κριτική που δεν αγγίζει καθόλου τον Χριστιανισμό. Κοινώς, «βαράνε στο γάμο του καραγκιόζη»…

Στη συνέχεια ο φίλος μας επικαλείται τον Ωριγένη, όχι βέβαια από κάποιο πρωτότυπο κείμενο αλλά από όσα παρέθεσαν επιλεκτικά οι [Lee Martin] McDonald και [Stanley E.] Porter (οι αγκύλες υπάρχουν γιατί ο Άχμαντ αναφέρει μόνο τα επίθετα, και μάλιστα το Πόρτερ το λέει αρχικά Πάρκερ) στη σελ. 555 κάποιου βιβλίου τους, που δεν μας λέει ποιο είναι.  Σύμφωνα με τους δυο ευαγγελικούς συγγραφείς, δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο συγγραφέας της επιστολής του Παύλου προς Εβραίους, και όπως μας λένε, ο Ωριγένης συμπεραίνει τελικά για την πατρότητα της προς Εβραίους, «μόνον ο Θεός γνωρίζει την αλήθεια». (As Origen finally concludes about the authorship of Hebrews, «God only knows the truth«. ) Ο ίδιος ο Ελντίν τονίζει ακόμα περισσότερο τα όσα έγραψαν οι δυο ευαγγελικοί, λέγοντας ότι «ούτε ο ίδιος ο Ωριγένης δεν ξέρει για την πατρότητα της επιστολής προς Εβραίους». Δείτε τώρα πόσα λάθη χωράνε σε λίγα δευτερόλεπτα ομιλίας του φίλου μας: Η δήλωση των δυο συγγραφέων που επικαλείται, υπάρχει στη σελίδα 521 (και όχι 555) του βιβλίου τους «Early Christianity and its sacred literature», 2000, Hendrickson Publishers. Όσο για το κείμενο του Ωριγένη, προέρχεται από χωρίο που παραθέτει ο Ευσέβιος, (Ε.Ι.VI, 25, 11-14). Δείτε τι πραγματικά λέει το κείμενο αυτό [σε δική μας μεταγραφή στα νέα ελληνικά, από την απόδοση στην καθαρεύουσα του Παν. Χρήστου – για το πρωτότυπο δείτε τις υποσημειώσεις]:

«Ο χαρακτήρας του ύφους της επιστολής που επιγράφεται «Προς Εβραίους» δεν έχει την απλότητα του λόγου του αποστόλου, ο οποίος ωμολόγησε ότι ήταν απλοϊκός στον λόγο (Β΄ Κορ. 11,6), δηλαδή στην έκφραση, αλλ’ η επιστολή είναι πιο λόγια (ελληνικωτέρα) στην σύνθεση του ύφους, όπως θα το ωμολογούσε καθένας που μπορεί να κρίνει  τις εκφραστικές διαφορές . Από την άλλη, ότι τα νοήματα της επιστολής είναι θαυμάσια και δεν υστερούν από τις επιστολές που αναμφισβήτητα είναι του αποστόλου, και αυτό θα ομολογήσει ότι είναι αληθινό κάθε ένας που διαβάζει με προσοχή τα αποστολικά κείμενα. Εγώ λοιπόν, αν εξέφερα απόφαση, θα έλεγα ότι τα μεν νοήματά της είναι του αποστόλου, η δε έκφραση και η σύνθεση κάποιου που απομνημόνευσε τα αποστολικά και περίπου σχολίασε τα λεχθέντα υπό του διδασκάλου. Όποια λοιπόν Εκκλησία έχει αυτή την επιστολή σαν του Παύλου, ας εκτιμάται αυτή και γι’ αυτό, διότι οι αρχαίοι άνδρες δεν την παρέδωσαν ως επιστολή του Παύλου χωρίς λόγο. Το ποιος είναι αυτός που έγραψε την επιστολή, την μεν αλήθεια τη γνωρίζει ο Θεός, η δε παράδοση που έφτασε σε μας από μερικούς λέει ότι την έγραψε ο Κλήμης που έγινε επίσκοπος των Ρωμαίων, και από κάποιους ότι (την έγραψε) ο Λουκάς, που έγραψε το ευαγγέλιο και τις Πράξεις».[1]

Με δυο λόγια, όπως σχολιάζει και ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης στο βιβλίο του «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», αλλά και ο Παν. Χρήστου που έχει μεταφέρει το πρωτότυπο κείμενο της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας» του Ευσεβίου στην καθαρεύουσα, ο   Ωριγένης δεν λέει ότι κανείς δεν ξέρει σε ποιον ανήκει η πατρότητα της επιστολής, όπως τον παρουσιάζουν να λέει οι δυο ευαγγελικοί συγγραφείς και όπως επαναλαμβάνει σαν παπαγάλος ο αντιγραφέας τους Άχμαντ Ελντίν. Λέει ότι η πατρότητα συγγραφής είναι του Παύλου, όπως παρέδωσαν οι αρχαίοι, και κάποιος που λειτούργησε ως γραμματέας του, και μερικοί λένε ότι ήταν ο Κλήμης Ρώμης, ενώ άλλοι λένε ότι ήταν ο ευαγγελιστής Λουκάς, την έγραψε σε λόγια ελληνική γλώσσα, στην οποία ο Παύλος δεν μπορούσε να εκφραστεί τόσο καλά. Ποια ήταν η ταυτότητα του γραμματέα λέει ο Ωριγένης ότι γνωρίζει μόνο ο Θεός, όχι ποια ήταν η ταυτότητα του συγγραφέα!

Και ασφαλώς, δεν είναι μόνο ο Ωριγένης που λέει τέτοια πράγματα: Ας δούμε τι λέει ο Κλήμης Αλεξανδρείας, που εκπροσωπεί την προηγούμενη από τον Ωριγένη θεολογική γενιά, και είναι προκάτοχός του στην Κατηχητική Σχολή Αλεξανδρείας. Τα λόγια του μεταφέρονται από τον Ευσέβιο Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία:

Και την προς Εβραίους επιστολή λέει (ο Κλήμης) ότι είναι του Παύλου, ότι γράφτηκε προς Εβραίους σε εβραϊκή γλώσσα και ο Λουκάς φιλότιμα τη μετέφρασε για να δημοσιευθεί στους Έλληνες, γι’ αυτό κατά τη μελέτη αυτής της επιστολής και των Πράξεων εντοπίζουμε το ίδιο ύφος….Ο Παύλος δεν έγραψε το όνομά του, μήπως βλέποντάς το εξ αρχής τοποθετηθούν εχθρικά και δε διαβάσουν το γράμμα.[2]

Ουσιαστικά ο Ωριγένης, όπως και ο Κλήμης Αλεξανδρείας, λένε αυτό ακριβώς που ήδη παραθέσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας: «Το ορθώτερον είναι να νοηθή…ο Κλήμης ή ο Λουκάς…ως γραφεύς-συντάκτης της επιστολής, προς τον οποίον ο Παύλος υπηγόρευσε το περιεχόμενον, όπως είχε πράξει και εις τας περιπτώσεις άλλων έπιστολών…Επικρατέστερος βεβαίως…ο Λουκάς, λόγω συγγενείας του ύφους της επιστολής προς τε το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον και τας Πράξεις. – Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ‘Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην’, τόμ. Α΄, Αθήνα 2005, σελ. 714.»

Στο προηγούμενο άρθρο μας είχαμε ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι τέτοιου είδους επιχειρήματα κατά της πατρότητας κειμένων δεν στέκουν: «Δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως αμφιβολία πατρότητας, το γεγονός ότι ένα κείμενο γράφεται με υπόδειξη του παραδοσιακού συγγραφέα. Εάν οι επιστολές της αιχμαλωσίας γράφτηκαν με υπόδειξη και έλεγχο από τον Παύλο επειδή οι συνθήκες της φυλακής δεν του επέτρεπαν να τις γράψει ο ίδιος, τότε είναι Παύλειες. Αν το «Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο» είχε γραφτεί από έναν στενό μαθητή του Ιωάννη υπό τις οδηγίες του αποστόλου (όπως γράφει ο Green, άποψη η οποία χρησιμοποιείται κατά της αξιοπιστίας της Α.Γ.), τότε είναι του Ιωάννη.» Όμως ο Άχμαντ δεν μας άκουσε. Προτίμησε να δεχτεί στα τυφλά τους ευαγγελικούς συγγραφείς, κι έγινε αυτό που περιγράφει ο Ιησούς Χριστός στο Ματθ. 15:14: «αν ένας τυφλός οδηγεί έναν άλλον τυφλό, και οι δύο θα πέσουν σε χαντάκι.»

Διευκρινίζουμε εδώ για όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν, ότι σπάνια στην αρχαιότητα ένας συγγραφέας έγραφε μια επιστολή μόνος του, και συχνά όταν το έκανε το ανέφερε και μέσα. Για παράδειγμα ο Παύλος στην Γαλ. 6:11 αναφέρει ότι έγραψε ιδιοχείρως την επιστολή, και στην Α΄Κορ. 16:21 αναφέρει ότι έγραψε ιδιοχείρως το σημείο του ασπασμού. Πάντα όμως, όταν ένας συγγραφέας έγραφε μια επιστολή ή άλλο έργο με υπαγόρευση, ή με παράδοση στον γραμματέα των γενικών σημείων που ήθελε να γραφούν, στη συνέχεια έλεγχε το τελικό αποτέλεσμα ώστε να το εγκρίνει ή να το απορρίψει.

Οπότε Άχμαντ… Αν είναι να μας μιλάς για λάθος σελίδες βιβλίων, των οποίων τους τίτλους δεν παραθέτεις, και είναι γραμμένα από συγγραφείς που ούτε τα ονόματά τους μας λες ολόκληρα, και ούτε καν αυτά τα μισά ονόματα δεν τα διαβάζεις σωστά, και που παρουσιάζουν στους αναγνώστες τους συμπεράσματα διαφορετικά  από αυτά που είπαν οι συγγραφείς τους οποίους παραθέτουν, τότε Άχμαντ άσε καλύτερα να υπερασπιστεί κανένας άλλος το Ισλάμ. Καλύτερα για το Ισλάμ, καλύτερα και για σένα.

Επιπλέον, σε ευχαριστούμε που μας έδωσες μια ιδέα από το πόσο σοβαρά συγγράμματα είναι αυτά στα οποία στηρίζεις την απολογητική σου κατά του Χριστιανισμού, αφού απομονώνουν μια φράση από τα λεγόμενα ενός προσώπου για να διαστρεβλώσουν το όλο νόημα των λόγων του.  Ίσως επειδή έτσι κι αλλιώς αυτό το σύστημα ακολουθείς κι εσύ, και οι απολογητές του Ισλάμ γενικότερα, γι’ αυτό και έχεις σε τόσο μεγάλη υπόληψη τέτοια παραπλανητικά βιβλία.

ΜΕΡΟΣ Β΄: ΠΑΡΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΡΜΑΝ

Στη συνέχεια του βίντεο, ο Άχμαντ Ελντίν αναφέρεται ξανά στον Ωριγένη, και πάλι όχι από το πρωτότυπο αλλά από τα όσα έχει επιλέξει να μεταφέρει σε βιβλίο του Αμερικανός κριτικός κειμένου. Λέει γύρω στο 11:45: «Να διαβάσουμε μερικά άλλα λόγια του Ωριγένη, όσον αφορά για την αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης. Οι διαφορές λέει ο Ωριγένης τώρα, οι διαφορές μεταξύ των χειρογράφων είναι μεγάλες, της Καινής Διαθήκης, είτε εξαιτίας της αμέλειας κάποιων αντιγραφέων, είτε λόγω της διεστραμμένης απερισκεψίας κάποιων άλλων. Προσέξτε τα λόγια, τα λόγια του Ωριγένη: «είτε αμελούν να ελέγξουν αυτό που αντέγραψαν, είτε καθώς ελέγχουν, κάνουν προσθήκες ή αφαιρέσεις όπου τους αρέσει». Αυτά δεν τα λέμε ούτε εμείς, δεν τα λέει ούτε ο GreekMurtadd, ούτε η ΟΟΔΕ, τα λέει ο Ωριγένης. Σύμφωνα- αυτό καταγράφεται – στο βιβλίο του Bart Ehrman, «Misquoting Jesus» στη σελ. 75».

Δεν ξέρουμε αν ο Άχμαντ αναφέρει τη «σελίδα 75» επειδή μιλά για την ελληνική μετάφραση του  «Misquoting Jesus», μια και στο αγγλικό πρωτότυπο αυτά δεν βρίσκονται στη σελίδα 75 αλλά στην 52. Βέβαια η ελληνική έκδοση δεν τιτλοφορείται «Misquoting Jesus», αλλά «Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού»… Αυτό το οποίο ξέρουμε στα σίγουρα, είναι ότι ο ίδιος ο Ελντίν παραφράζει τα γραφόμενα στο βιβλίο του Έρμαν, καθώς εκεί διευκρινίζεται ότι ο Ωριγένης μια φορά παραπονέθηκε «ότι οι διαφορές μεταξύ των χειρογράφων έχουν γίνει μεγάλες», μιλώντας για χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης που είχε στην κατοχή του.[3] Εύκολα καταλαβαίνουμε ότι για να ξέρει ο Ωριγένης ότι κάποια από τα αντίγραφα που κατείχε είχαν διαφορές που οφείλονταν σε λάθη γραφέων, μπορούσε να τις ξεχωρίσει και να μην παραπλανηθεί από αυτές. Και ασφαλώς, αν ο Ωριγένης είχε αυτή τη δυνατότητα, δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να ξεχωρίσει τα λάθη των γραφέων, και οι άλλοι λόγιοι της εποχής ξεγελιούνταν! Ο ίδιος ο Έρμαν παραθέτει πιο κάτω ότι στον πολέμιο του Χριστιανισμού Κέλσο, που υποστήριζε ότι χριστιανοί γραφείς «σαν να ήταν μεθυσμένοι» άλλαζαν επίτηδες τα κείμενα των ευαγγελίων, ο Ωριγένης απάντησε ότι τέτοια δογματική παραχάραξη έκαναν διάφορες ομάδες αιρετικών, και ήταν γνωστοί και οι ίδιοι και οι αλλαγές που έκαναν. Το ίδιο κατήγγειλε και ο Ειρηναίος, και ο Διονύσιος Κορίνθου, που επίσης αναφέρονται από τον Έρμαν. Αυτό σημαίνει ότι όλες αυτές οι αλλοιώσεις των αιρετικών όχι μόνο ήταν γνωστές, αλλά δεν επικράτησαν. Οπότε, προς τι ο συναγερμός για την παραχάραξη της Καινής Διαθήκης, που τάχα αλλοιώθηκε από τους γραφείς και έφτασε αλλοιωμένη ως τις μέρες μας;

Διαβάζει ο Άχμαντ, τονίζοντας κάποια σημεία με επαναλήψεις: «Μέσα από τις μελέτες και τη συναίνεση των λογίων, αυτού του είδους οι κατηγορίες εναντίον των αιρετικών, ότι παραποιούσαν τα κείμενα των Γραφών για να τα κάνουν να λένε αυτό που εκείνοι ήθελαν, είναι πολύ συχνές μεταξύ των πρώτων χριστιανών συγγραφέων. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί όμως είναι ότι οι πρόσφατες μελέτες φανερώνουν ότι οι αποδείξεις από τα σωζόμενα χειρόγραφα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι αντιγραφείς που σχετίζονταν με την Ορθόδοξη παράδοση, άλλαζαν – αυτοί ήταν που άλλαζαν – πολύ συχνά τα κείμενά τους, ορισμένες φορές για να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανότητες της λανθασμένης χρήσης τους από τους χριστιανούς που πίστευαν σε λανθασμένες πεποιθήσεις, κι ορισμένες φορές για να τα προσαρμόσουν περισσότερο στα δόγματά τους, στα δόγματα που υιοθετούσαν οι χριστιανοί που είχαν παρόμοιες μ’ αυτούς πεποιθήσεις».

Ο Έρμαν δεν παραθέτει σε αυτό το σημείο καμιά απόδειξη για τον ισχυρισμό αυτό, και ο φίλος μας ο Ελντίν πάει να βρει μια απόδειξη σε πράγματα που γράφει ο συγγραφέας παρακάτω:

«Παρακάτω γράφει ότι σε κάποια χειρόγραφα έχει ανακαλυφθεί στο περιθώριο μια φράση που λέει «ταπεινέ κι ανόητε, μην αλλάζεις το κείμενο». Τι σημαίνει αυτό; Μας εξηγεί ο Έρμαν ότι οι αντιγραφείς, όταν έκαναν αντιγραφή τα κείμενα, συνέχεια άλλαζαν τα κείμενα, άλλαζαν τις προτάσεις. Αυτο έπεφτε στην αντίληψη των μετέπειτα, από μετέπειτα άτομα που έκαναν με τη σειρά τους την αντιγραφή, και έβαζαν σημείωση για τους μετέπειτα αντιγραφείς να μην αλλάζουν τα κείμενα. Ο ένας συγκεκριμένα έχει εξοργιστεί, και έγραφε στο περιθώριο – αυτό έχει ανακαλυφθεί – «ανόητε και ταπεινέ, μην αλλάζεις το κείμενο». Δηλαδή πόσο πιο παραπάνω χειροπιαστές αποδείξεις θέλουμε για να καταλήξουμε ότι το κείμενο της Καινής Διαθήκης έχει αλλάξει και αλλαχτεί σύμφωνα με τις ανάγκες της Εκκλησίας για να υποστηρίξει αυτά που θέλει. Αυτό στη σελίδα 81.»

Ας δούμε τώρα πώς ο φίλος μας ο Ελντίν παραφράζει ξεδιάντροπα τον Έρμαν. Πρώτα πρώτα, το περιστατικό αυτό με τη φράση στο περιθώριο «ταπεινέ κι ανόητε, μην αλλάζεις το κείμενο», είναι ένα και μοναδικό και υπάρχει μόνο στον Βατικάνειο κώδικα. Δεύτερον, δεν αφορά κάποια δογματική αλλαγή, όπως παραπλανητικά αφήνει ο Ελντίν να εννοηθεί όταν λέει «το κείμενο της Καινής Διαθήκης έχει αλλάξει και αλλαχτεί σύμφωνα με τις ανάγκες της Εκκλησίας για να υποστηρίξει αυτά που θέλει.». Στην περίπτωση αυτή κάποιος γραφέας αντικατέστησε τη λέξη «φέρων» στην Εβρ. 1:3 (φέρων τε τὰ πάντα τῷ ῥήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ) με τη λέξη «φανερών», αντί δηλ. το κείμενο να λέει «αυτός (ο Χριστός), που είναι το απαύγασμα της δόξας και ο χαρακτήρας τής υπόστασής του (Πατρός), και βαστάζει τα πάντα με τον λόγο τής δύναμής του, αφού διαμέσου τού εαυτού του έκανε καθαρισμό των αμαρτιών μας, κάθησε στα δεξιά τής μεγαλοσύνης στα υψηλά·’ έλεγε «αυτός (ο Χριστός), που είναι το απαύγασμα της δόξας και ο χαρακτήρας τής υπόστασής του (Πατρός), και φανερώνει τα πάντα με τον λόγο τής δύναμής του, αφού διαμέσου τού εαυτού του έκανε καθαρισμό των αμαρτιών μας, κάθησε στα δεξιά τής μεγαλοσύνης στα υψηλά». Όμως από αυτή την αλλαγή, δεν προκύπτει κάποια δογματική διαφορά, ούτε και η πρόθεση δογματικής παραποίησης εκ μέρους του γραφέα! Αν κάποιος ήθελε εσκεμμένα να παραποιήσει το κείμενο, το εδάφιο έχει δογματικά σημεία τεράστιας σημασίας για να πειράξει. Και, πράγμα ακόμα σημαντικότερο, η διαφορά αυτή ανακαλύφθηκε από μεταγενέστερο γραφέα, πράγμα που σημαίνει ότι παρότι είχε περάσει καιρός από τότε που διαπράχθηκε το λάθος, κυριαρχούσαν τα χειρόγραφα με τη σωστή γραφή, ώστε ο μετέπειτα γραφέας σύγκρινε το λανθασμένο με αυτά και διόρθωσε το λάθος. Οπότε, πού είναι η αλλαγή του κειμένου που μάλιστα έγινε για να υποστηρίξει η Εκκλησία αυτά που θέλει; Αν γινόταν μια τέτοια αλλαγή, δεν θα είχαμε ερασιτεχνικές παρεμβάσεις από γραφείς που έκαναν του κεφαλιού τους. Θα είχαμε δυναμικές εξουσιαστικές παρεμβάσεις όπως αυτή του χαλίφη Ουθμάν, που μάζεψε όλα τα αντίτυπα του Κορανίου και τα έκαψε, για να επικρατήσει μόνο η κορανική εκδοχή που ήθελε αυτός να επιβάλει.

Και συνεχίζει ο απολογητής: «Να πούμε επίσης το γνωστό, τη γνωστή προσθήκη που έχει υποστεί η Καινή Διαθήκη, συγκεκριμένα το Ευαγγέλιο του Μάρκου. Στο ευαγγέλιο του Μάρκου διαβάζουμε ότι έχουν προστεθεί οι τελευταίοι στίχοι στο ευαγγέλιο αυτό, έχουνε μπει, δεν υπάρχουνε αυτοί οι στίχοι σε κυριότερα και παλαιότερα χειρόγραφα. Κι αυτό το διαβάζετε όχι από κανέναν άλλο λόγιο, που βεβαίως το κάνουν αναφορά οι λόγιοι, οι συντηρητικοί λόγιοι, το διαβάζετε από την ίδια την Καινή Διαθήκη. Από την ίδια την Καινή Διαθήκη θα βρείτε να υπάρχουν σε αγκύλες, να λέει, ότι αυτοί οι στίχοι δεν υπάρχουν στα κυριότερα χειρόγραφα. Με άλλα λόγια έχουν προστεθεί.»

Αφού λοιπόν γνωρίζουμε ότι έχουν προστεθεί, και μέχρι και η Καινή Διαθήκη το αναφέρει, ποιο είναι το πρόβλημά σου Άχμαντ; Πολύ πριν εκδοθεί το βιβλίο το οποίο αντιγράφεις τόσο πιστά, από το 1971 που εκδόθηκε η «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην» του Σάββα Αγουρίδη, όποιος ήθελε να ενημερωθεί για την Καινή Διαθήκη μπορούσε να διαβάσει στη σελίδα 120 ότι οι στίχοι θεωρούνται ως μη αυθεντικοί από αρχαίους συγγραφείς, όπως τον Ιερώνυμο και τον Ευσέβιο, και ότι ένα αρμενικό χειρόγραφο του 10ου αιώνα αποδίδει τους στίχους 9-20 «στον πρεσβύτερο Αριστίωνα». Επειδή πρώτος παραθέτει τους στίχους ο Ειρηναίος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι «αρχαιότεροι του 2ου αιώνος», και η πιθανότερη εξήγηση που κάποιος χρειάστηκε να προσθέσει ένα τέλος αφήνοντας μάλιστα και το όνομά του, είναι ότι το τέλος του βιβλίου του Μάρκου είχε χαθεί. Ασφαλώς αυτά έχουν περιγραφεί και από συγγραφείς πιο παλιούς από τον Αγουρίδη. Τι καινούργιο και σοκαριστικό λοιπόν έχεις να μας πεις για τα βιβλία της Κ.Δ., τι που να μην το ξέρουμε εδώ και εκατοντάδες χρόνια;

Συνεχίζει ο απολογητής να μας δίνει παραδείγματα «αλλοιώσεων της Καινής Διαθήκης» από το βιβλίο του Έρμαν:

« Ένα παράδειγμα: πάμε στη σελίδα 130 του ίδιου του βιβλίου: Ορισμένες φορές οι γραφείς άλλαζαν τα κείμενά τους επειδή θεωρούσαν ότι το κείμενο περιείχε κάποιο πραγματικό λάθος. Αυτό φαίνεται να ισχύει στην αρχή του Μάρκου, όπου ο  συγγραφέας παρουσιάζει το ευαγγέλιο λέγοντας «΄Οπως έχει γραφτεί στον Ησαΐα τον προφήτη, στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα, ετοιμάστε τον δρόμο για τον Κύριο.» Το πρόβλημα, λέει ο Έρμαν, είναι ότι η αρχή αυτής της παράθεσης δεν είναι από τον Ησαΐα, αλλ’αποτελεί συνδυασμό ενός χωρίου της Εξόδου 23:20 στίχο, και ενός από του Μαλαχία 3:1. Οι αντιγραφείς αναγνώρισαν ότι αυτό αποτελούσε πρόβλημα κι έτσι άλλαξαν το κείμενο, γράφοντας «στα βιβλία των προφητών είναι γραμμένο». Ανοίξτε το ευαγγέλιο του Μάρκου και θα το βρείτε εκεί. Τώρα δεν υπάρχει πρόβλημα με την λανθασμένη απόδοση του αποσπάσματος, όμως υπάρχουν ελάχιστες αμφιβολίες σχετικά με αυτό που έγραψε αρχικώς ο Μάρκος, η απόδοση στον Ησαΐα υπάρχει στα αρχαιότερα και στα καλύτερα χειρόγραφα. Δηλαδή το λάθος είναι στα αρχαιότερα και στα καλύτερα χειρόγραφα, όχι η διόρθωση.»

Μα τι τρανταχτό παράδειγμα αλλοίωσης διαβάσαμε μόλις τώρα! Η αλλαγή αυτή είναι ασήμαντη, και δεν επηρεάζει σε τίποτα το νόημα του κειμένου καθώς

α) ο Ησαΐας, και ο Μαλαχίας, και η Γένεση που γράφτηκε από τον Μωυσή, είναι όλα προφητικά κείμενα, οπότε δεν συνιστά αλλοίωση του νοήματος το να λέμε «οι προφήτες»

β) το «λάθος» του Μάρκου είναι παρόμοιο με το «λάθος» του Ματθαίου, που αναφέραμε πιο πριν από τη σελίδα http://www.oodegr.com/oode/grafi/alathiti1.htm#4: νόμιζε ο ευαγελιστής ότι είχε διαβάσει μια προφητεία στον Ιερεμία, ενώ δεν το θυμόταν σωστά κι αυτή βρισκόταν στον Ζαχαρία. Είναι τουλάχιστον γελοίο να ισχυρίζεται κανείς ότι τέτοια στοιχεία αλλοιώνουν το νόημα των Γραφών.

Ο Άχμαντ Ελντίν επικαλείται τον Έρμαν με τέτοιο πάθος, επειδή προφανώς δεν γνωρίζει ότι οι ισχυρισμοί του έχουν καταρριφθεί από πολλούς άλλους Προτεστάντες μελετητές, μεταξύ των οποίων είναι και ο Mark D. Roberts, τον οποίο πιο πάνω ο ίδιος ο απολογητής του Ισλάμ επικαλείται ως αυθεντία σχετικά με την Αγία Γραφή. Γράφει ο Mark D. Roberts (http://www.markdroberts.com/htmfiles/resources/biblequran.htm#jan2006):

«Σχεδόν κάθε αγγλική μετάφραση της Βίβλου θα σας πει όταν υπάρχει κάποια ασάφεια στο κείμενο βάσης για τη μετάφρασή τους. Αυτό συνήθως μπαίνει στις υποσημειώσεις που γράφουν: «Κάποια πολύ παλιά χειρόγραφα έχουν…» ή «Κάποιοι μάρτυρες λένε…» ή κάτι τέτοιο. Αν ψάξετε μέσα στην Καινή Διαθήκη, θα δείτε αυτές τις υποσημειώσεις σε πολύ λίγες σελίδες. Αλλά αν υπολογίσετε το ποσοστό των επίμαχων λέξεων, θα είναι λιγότερο από το 1%. (Τα μόνα μέρη όπου ένα μεγάλο κομμάτι του κειμένου αμφισβητείται είναι το Ιω. 7:53-8:11 [η γυναίκα που πιάστηκε σε μοιχεία] και το Μαρκ. 16:9-19 [το μεγαλύτερο τέλος του κατά Μάρκον].) Αυτό σημαίνει ότι οι κριτικοί μελετητές του κειμένου … σε μεγάλο βαθμό συμφωνούν σχετικά με την πρωτοτυπία της συντριπτικής πλειοψηφίας της Καινής Διαθήκης.

Αν οι αριθμοί μου είναι ακριβείς, ή αν θα πρέπει να πιστεύουμε τις υποσημειώσεις στις μεταφράσεις της Βίβλου, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δύο τρόποι για τη μετάδοση του ίδιου βασικού γεγονότος:

«Υπάρχουν περισσότερες διαφορές μεταξύ των χειρογράφων μας από ό, τι λόγια υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη.»
– Bart Ehrman
«Μπορούμε να έχουμε ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης ότι η συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων στην Ελληνική Καινή Διαθήκη εμφανίστηκε στα πρωτότυπα [αρχικά] χειρόγραφα.»
– Mark Roberts

Και οι δύο αυτές δηλώσεις είναι αληθινές. Και οι δύο βασίζονται στα ίδια στοιχεία. Και οι δύο αντικατοπτρίζουν την προκατάληψη του συγγραφέα. Αλλά το γεγονός είναι ότι τις περισσότερες φορές τα περισσότερα από τα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης είναι σε συμφωνία το ένα με το άλλο. Και όταν υπάρχει διαφωνία, τις περισσότερες φορές οι κριτικοί του κειμένου είναι σε θέση να διακρίνουν, με υψηλό βαθμό πιθανότητας, ποια είναι η πρωτότυπη [αρχική] ανάγνωση. Αυτό αφήνει ένα πολύ μικρό ποσοστό, ίσως το 1% της Καινής Διαθήκης, όπου έχουμε πραγματική ασάφεια στο κείμενο. Όλα αυτά τα αποσπάσματα, παρεπιπτόντως, θα μπορούσαν να αφαιρεθούν από την Αγία Γραφή χωρίς σοβαρό αντίκτυπο στη χριστιανική θεολογία. Ξέρω ότι αυτό είναι γεγονός, διότι είμαι δάσκαλος και ιεροκήρυκας της ορθόδοξης (ελπίζω) χριστιανικής θεολογίας για περισσότερα από 20 χρόνια, και έχω κάνει πάντα μια ιδιαίτερη προσπάθεια για να μην βασίζω τίποτα που κηρύττω ή διδάσκω σε ένα κείμενο για το οποίο δεν υπάρχει επαρκής υποστήριξη από χειρόγραφα.

Ο Ehrman κάνει έξυπνη χρήση της γλώσσας για να ευνοήσει την επιχειρηματολογία του, όμως φοβάμαι ότι η εξυπνάδα του μπορεί να παραπλανήσει πολλούς αναγνώστες.»

Αλλά ας παρακολουθήσουμε λίγο ακόμα τον απολογητή του Ισλάμ να επικαλείται τον Έρμαν:

«Μια άλλη ιστορία που έχει προστεθεί: η ιστορία της μοιχαλίδας. Όλοι ξέρουμε αυτή την ιστορία, που ο Ιησούς τη συγχώρεσε και έπειτα είπε στο λαό «ο πρώτος που δεν έχει αμαρτία να ρίξει την πέτρα.» Μια ιστορία συγκινητική, όμορφη. Κι εμένα ακόμα με είχε αγγίξει. Αλλά αυτή η ιστορία είναι ψεύτικη. Έχει προστεθεί. Και διαβάζουμε πάλι από την Καινή Διαθήκη, εφόσον έχετε μια Καινή Διαθήκη η οποία τα καταγράφει αυτά, λέει στις αγκύλες της ιστορίας ότι δεν υπάρχει στα κυριότερα χειρόγραφα. Μπορείτε να τη βρείτε στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, στο 8ο κεφάλαιο, από κει ξεκινάει.»

Αφού λοιπόν είναι γνωστό ότι η ιστορία δεν υπάρχει στα παλαιότερα χειρόγραφα του κατά Ιωάννην και η Καινή Διαθήκη δεν το κρύβει, και πάλι, πού είναι η αλλοίωση;

Όμως, για να μην στεναχωριέται ο απολογητής του Ισλάμ που η συγκεκριμένη ιστορία «ακόμα κι αυτόν τον είχε αγγίξει», τον πληροφορούμε ότι είναι αυθεντική: ο καθηγητής Τρεμπέλας, που αναφέρει ότι η ιστορία αυτή για λόγους ύφους και θέσης δεν φαίνεται να ανήκει στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, σημειώνει επίσης:

«…η περί της μοιχαλίδος αφήγησις παρουσιάζεται αυθεντικόν απόσπασμα πρωιμωτάτης παραδόσεως περί των λόγων και έργων του Κυρίου. Φαίνεται δε αν μη τι βέβαιον, τουλάχιστον πιθανότατον, ότι εις αυτήν αναφέρεται ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστ. Γ 39) ομιλών περί του Παπίου [μαθητή του αποστόλου Ιωάννη] ως εκθέσαντος «και άλλην ιστορίαν περί γυναικός επί πολλαίς αμαρτίαις διαβληθείσης επί του Κυρίου, ην το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιον περιέχει» [το «καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο» έχει χαθεί, εκτος από μερκούς στίχους]. Ως δε ήδη είπομεν, η όλη περικοπή παρουσιάζει πολλάς ομοιότητας προς τας ιστορίας των συνοπτικών, η επιείκεια δε και η σοβαρότης συγχρόνως αι αποδιδόμεναι υπ’ αυτής εις τον Ιησούν εμφανίζονται εξ ολοκλήρου σύμφωνοι προς τα χαρακτηριστικά του Ιησού, όπως διέσωσαν εις ημάς ταύτα οι συνοπτικοί. Και δεν απομένει η παραμικρά αμφβολία, ότι το τεμάχιον τούτο εξιστορεί γεγονός αυθεντικόν και διασώζει πιστώς τους λόγους και την στάσιν του Ιησού έναντι γυναικός παρεκτραπείσης. Η σοφία και η δραστική δύναμις, την οποίαν ο Ιησούς εκδηλεί εν τη ιστορία της μοιχαλίδος είναι τοσούτον μεγάλα, ώστε να παρουσιάζεται παράδοξον, πώς το αξιόλογον αυτό τμήμα της ευαγγελικής ιστορίας θεωρείται από πολλών συγχρόνων ως αβέβαιον».

[Η ιστορία] «μαρτυρείται υπό των Αποστολικών Διαταγών (Ι, 2, 24), και η μαρτυρία αύτη, δυναμένη να αναχθεί και μέχρι του τέλους του 3ου αιώνος» και «κατά τον τέταρτον αιώνα οι Αμβρόσιος, Ιερώνυμος και Αυγουστίνος κηρύττονται υπέρ της αυθεντικότητος της περικοπής και εξηγούσι την παράλειψιν αυτής υπό τινων κωδίκων ως οφειλομένην εις τον φόβον ασθενών τινων περί την πίστιν χριστιανών μήπως αι γυναίκες αυτών συναγάγωσιν εξ αυτής συμπεράσματα χαλαρών ηθικών αντιλήψεων».

Εάν λοιπόν η ιστορία της μοιχαλίδας αποτελεί πρώιμη παράδοση από χαμένο ευαγγέλιο, η οποία αργότερα περιλήφθηκε στο κατά Ιωάννην, σε τίποτα δεν αλλάζει η συμπερίληψή της σε αυτό το ευαγγέλιο τη διδασκαλία του Χριστού, ούτε αλλοιώνει την γνησιότητα της αναφοράς σε όσα Εκείνος είπε και έκανε.

Και συνεχίζει ο απολογητής του Ισλάμ: «Ο Τριαδικός Θεός: Το δίδαγμα του Τριαδικού Θεού στην Α΄επιστολή του Ιωάννη, 5ο κεφ. 7ο στίχο, έχει προστεθεί, δεν υπάρχει στα κυριότερα χειρόγραφα.»

Κομίζει γλαύκα εις Αθήνα ο απολογητής, καθώς δεν μιλά σε σε Δυτικούς όπως κάνει ο Έρμαν, αλλά σε  Έλληνες οι οποίοι γνώριζαν ότι δεν είχαν στα πρωτότυπα κείμενά τους το «Ιωάννειο κόμμα» ή «Κόμμα Ιωάννου» (λατ. Comma Johanneum), όπως είναι γνωστό το εδάφιο που αναφέρει.

# Ο καθηγητής Θεολογίας Χρήστος Ανδρούτσος αναφέρει στη Δογματική του ότι αυτό το χωρίο είναι «ελλείπον μεν εν πάσι τοις αρχαίοις κώδιξι και χειρογράφοις αγνοούμενον δε υπό πάντων των Πατέρων της Εκκλησίας». (Χρήστος Ανδρούτσος, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας 5η έκδ., Αθήνα, 1956, σελ. 75)

# Ο καθηγητής Ιωάννης Καραβιδόπουλος αναφέρει: «Η προσθήκη αυτή δεν υπάρχει σε κανένα ελληνικό χειρόγραφο και δεν μνημονεύεται από τους Έλληνες Πατέρες, παρά τις τριαδολογικές έριδες που θα καθιστούσαν αναγκαία την αναφορά σ’ ένα τόσο σημαντικό χωρίο, αν αυτό υπήρχε πράγματι στο κείμενο». (Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη, 3η έκδ., Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 350, 351)

# Ο Χρήστος Σπ. Βούλγαρης (ο οποίος χρησιμοποιεί και ερμηνεύει στην Εισαγωγή του το κόμμα[53]) αναφέρει περί του «του χωρίου θεωρουμένου ως ‘γλώσσης’ εισαχθείσης εκ του περιθωρίου εις το κείμενον της επιστολής». (Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Τόμ. Β’, Αθήνα 2003, σελ. 977)

# Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809), επισημαίνει ότι στην εποχή του, το «Κόμμα Ιωάννου» βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα τυπωμένα βιβλία που περιέχουν τις καθολικές επιστολές, αλλά και ότι «το ρητόν τούτο ούχ ευρίσκεται, ούτε παρά τω ιερώ Μητροφάνει [Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1589–1639)], ούτε παρά τω Θεοφυλάκτω [7ος αι.], ούτε παρά του Οικουμενίου [αρχές 7ου αι.], και δια τούτο ουδέ όλως ερμηνείαν έχουσιν εις αυτό» και προσθέτει στην υποσημείωση ότι «και ο θείος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας χωρίς του ρητού τούτου αναγινώσκει τον Ιωάννην». Με δυο λόγια, η παρεμβολή αυτή που καταπώς φαίνεται προήλθε από λατινικά κείμενα που μεταφράστηκαν στα ελληνικά, και αναγνωρίσιμη είναι εξ αρχής, και δεν αλλοιώνει τη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού ούτε έρχεται σε αντίθεση με κάτι που η Εκκλησία δίδασκε μέχρι που εμφανίστηκε το Ιωάννειο κόμμα – γι’ αυτό άλλωστε και η εισαγωγή του δεν απορρίφθηκε ως αιρετική – ούτε και χρησιμοποιήθηκε στις μεγάλες τριαδολογικές έριδες. Εξάλλου η Τριαδικότητα του Θεού δεν στηρίζεται στο Ιωάννειο κόμμα, αλλά φαίνεται από πολλά άλλα χωρία της Αγίας Γραφής. Πού λοιπόν είναι η αλλοίωση που τάχα επέφερε στην πίστη των χριστιανών το Ιωάννειο κόμμα; Και πάλι αποδείχθηκε άνθρακες ο θησαυρός για τον απολογητή του Ισλάμ…

Παρακάτω ο απολογητής, που δεν κατάλαβε προφανώς τα όσα γράφτηκαν στο προηγούμενο άρθρο μας, επιχειρεί να μας αποδείξει ότι δεν έγραψε ο Ματθαίος το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο με τον εξής τρόπο: «Ανοίξτε το ευαγγέλιο του Ματθαίου. Στο 9:9 βλέπουμε ξεκάθαρα κάποιο τρίτο πρόσωπο να μιλάει. Διαβάζουμε συγκεκριμένα, «Και ενώ προχωρούσε ο Ιησούς πιο πέρα, είδε έναν άνθρωπο να κάθεται στο τελωνείο, ο οποίος λεγόταν Ματθαίος· και του λέει: Ακολούθησέ με.» Εάν το έγραφε το ευαγγέλιο ο Ματθαίος, δεν θα το έγραφε στο 3ο πρόσωπο, θα έγραφε «και μου είπε να τον ακολουθήσω», όχι «ο οποίος ονομάζεται Ματθαίος, και του είπε, και του λέγει», λογικά. Το ίδιο ισχύει και στο κατά Ιωάννη 21:34 όπου βλέπετε εκεί το 3ο πρόσωπο. Απλά παραδείγματα για να δείτε τις αλλαγές (;;;ποιες αλλαγές βλέπουμε εδώ;), και ότι η πατρότητα των κειμένων δικαιολογημένα αμφισβητείται.»

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι στο ευαγγέλιο του Ιωάννη δεν υπάρχει στίχος 34 στο κεφάλαιο 21, όπως μας λέει ο απολογητής, αλλά το 21 που είναι το τελευταίο κεφάλαιο, κλείνει με τον στίχο 25. Επίσης δεν αναφέρονται από κανέναν αλλαγές ως προς τα σημεία αυτά με τον τελώνη και το «3ο πρόσωπο στο κατά Ιωάννην»! Πρέπει όμως να επισημάνουμε και μια κοινή πλάνη, που μοιράζονται οι αιρετικοί όλων των εποχών: Ότι είναι τόσο έξυπνοι, που ανακαλύπτουν πράγματα που κανείς δεν είχε διακρίνει μέχρι που τα είδαν αυτοί. Τόσοι και τόσοι που διάβασαν τα ευαγγέλια στην εποχή της αρχαίας Εκκλησίας και των Πατέρων, γιατί δεν κατήγγειλαν το 3ο πρόσωπο και την ανωνυμία των συγγραφέων των ευαγγελίων; Είναι ο Άχμαντ Ελντίν (και οι υπόλοιποι που χρησιμοποιούν το ανόητο αυτό επιχείρημα) οι μόνοι «σοφοί» που διέκριναν ότι αφού οι συγγραφείς των ευαγγελίων γράφουν σε 3ο πρόσωπο, άρα δεν είναι οι μαθητές Ματθαίος και Ιωάννης που αναφέρονται μέσα; Πολύ απλά, εδώ δεν έχουμε σοφία, αλλά άγνοια. Κι αυτό γιατί

Α) πολλοί σύγχρονοι των ευαγγελιστών τους γνώριζαν προσωπικά, όπως π.χ. ο Πολύκαρπος που τους γνώριζε όλους.

Β) Σε κάποιες περιπτώσεις τα βιβλία ήταν «παραγγελία» που έγινε προσωπικά στον απόστολο, όπως στην περίπτωση του κατά Ιωάννη: οι επίσκοποι της Ασίας ζήτησαν από τον Ιωάννη να γράψει ευαγγέλιο που να εκθέτει διεξοδικά τη διδασκαλία του Ιησού, ακυρώνοντας τις  κακοδοξίες του Κηρίνθου, των Εβιονιτών και άλλων εβραϊκών ομάδων.

Γ) Η τακτική του να μη γράφει ο συγγραφέας σε πρώτο πρόσωπο ούτε και να αναφέρει το όνομά του δεν ήταν κάτι που επινόησαν οι απόστολοι, και δεν ήταν σπάνια κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους γενικότερα… Δεν είναι καθόλου παράλογο κάποιος να αφηγείται σε γ΄ πρόσωπο γεγονότα που τον αφορούν, ιδίως όταν έχει δευτερεύοντα ρόλο σ’ αυτά. Ακόμα και ο Παύλος στο 12ο κεφ. της Β΄ προς Κορινθίους επιστολής μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, και με τρόπο που ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει ότι μιλά για τον εαυτό του! «2 Γνωρίζω έναν άνθρωπο εν Χριστώ πριν από 14 χρόνια, (είτε μέσα στο σώμα, δεν ξέρω· είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω· ο Θεός ξέρει)· ότι αυτού τού είδους ο άνθρωπος αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό. 3 Και γνωρίζω αυτού τού είδους τον άνθρωπο, (είτε μέσα στο σώμα, είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει)· 4 ότι αρπάχτηκε στον παράδεισο, και άκουσε λόγια ανεκλάλητα, που δεν επιτρέπεται σε έναν άνθρωπο να μιλήσει. 5 Για τον άνθρωπο αυτού τού είδους θα καυχηθώ· για μένα, όμως, δεν θα καυχηθώ, παρά μονάχα στις ασθένειές μου.» Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί πιο πριν έχει πει: «Να καυχώμαι, βέβαια, δεν με συμφέρει· επειδή, θάρθω σε οπτασίες και αποκαλύψεις τού Κυρίου.»

Δ) Όχι μόνο η τακτική του να γράφει ο συγγραφέας σε τρίτο πρόσωπο δεν ήταν σπάνια, αλλά την χρησιμοποιούσαν γνωστοί εθνικοί συγγραφείς που η πατρότητα του έργου τους ποτέ δεν αμφισβητήθηκε. Ο Ξενοφώντας π.χ. στο «Κύρου Ανάβασις» κάνει το ίδιο, αν και ο ρόλος του στην εκστρατεία των Μυρίων είναι βασικός, όχι ασήμαντος. (Βλ. Κύρου Ανάβασις, εδώ http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/corpora/anthology/content.html?t=429 .) Μετά τη δολοπλοκία του Τισσαφέρνη που οδήγησε στη σύλληψη και θανάτωση των στρατηγών και λοχαγών τους, οι Έλληνες περιήλθαν σε απελπιστική κατάσταση. Τότε ξεχώρισε ως μοναδική ηγετική φιγούρα ο ίδιος ο Ξενοφώντας. Και όμως, στο απόσπασμα όπου πληροφορούμαστε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εντάχθηκε στο στράτευμα του Κύρου, γράφει για τον εαυτό του: «Υπήρχε στη στρατιά κάποιος Ξενοφών Αθηναίος…», «ερχόμενος ο Ξενοφών…» «ο μεν Ξενοφών…»[4] Μήπως τώρα να αμφισβητήσουμε και την πατρότητα του Ξενοφώντα;

Και συνεχίζει ο απολογητής: «Στο ευαγγέλιο του Λουκά 23:34, ο Χριστός που υποτίθεται να λέει «Πατέρα συγχώρεσέ τους, γιατι δεν ξέρουν τι κάνουν» όταν είναι στον σταυρό, άλλη μια ιστορία η οποία έχει προστεθεί.»

«Έχει προστεθεί» σε τι; Ο Έρμαν υποστηρίζει (στην αγγλική έκδοση του Misquoting Jesus σελ. 192-193) ότι η φράση αυτή υπήρχε στο αρχικό κείμενο του κατά Λουκάν ευαγγελίου, και κάποιος γραφέας με αντιεβραϊκά αισθήματα την αφαίρεσε, για να μην φαίνεται ότι ο Χριστός συγχώρεσε τους Εβραίους. Βέβαια αυτή η αλλαγή, όπως γενικά οι αλλαγές τέτοιου τύπου, δεν πέρασε σε όλα τα χειρόγραφα και αργότερα αποκαταστάθηκε, όπως συνέβη στο προηγούμενο παράδειγμα με το «βαστάζει» και «φανερώνει». Αν λοιπόν ο Ελντίν ισχυρίζεται ότι η φράση δεν υπήρχε αρχικά στο ευαγγέλιο και προστέθηκε αργότερα, παραφράζει τον  Έρμαν ο οποίος αντικρούει αυτή την υπόθεση.

Ο Έρμαν αναφέρει επίσης (σε άλλο σημείο του βιβλίου) ότι ο Λουκάς πήρε ως βάση για την αφήγησή του το ευαγγέλιο του Μάρκου, το οποίο ήδη κυκλοφορούσε όταν αυτός έγραψε το δικό του, και ενώ σε πολλά σημεία το παρέθεσε απαράλλαχτο, σε πολλά άλλα έκανε προσθήκες. Αυτό δεν είναι παράξενο για όποιον γνωρίζει ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου βασίζεται τόσο σε δική του μαρτυρία, μια και ανήκε στον πιο εξωτερικό κύκλο των μαθητών (στο σπίτι του Μάρκου έλαβε χώρα ο μυστικός δείπνος) όσο και σε πληροφορίες που έδωσε ο απόστολος Πέτρος, του οποίου ο Μάρκος ήταν μαθητής. Ο απόστολος Πέτρος δεν ήταν παρών κάτω από το σταυρό, όπως ήταν ο Ιωάννης και η μητέρα του Κυρίου, και για τη σταύρωση γνώριζε μόνο όσα άκουσε από άλλους. Ο Λουκάς από την άλλη, πήρε πολλές πληροφορίες που παραθέτει από την Θεοτόκο Μαρία, η οποία ήταν αυτόπτης της σταύρωσης, βρισκόταν κάτω από το σταυρό. Και εφόσον από εκείνην ο Λουκάς έμαθε κάτι παραπάνω, θα ήταν παράλειψη να μην το προσθέσει στη διήγηση που είχε συντάξει ο Μάρκος. Οπότε μόνο από άγνοια ή και ανοησία μπορεί να καταδικάσει κανείς τις προσθήκες του Λουκά, και να τις ταυτίσει με τις προσπάθειες νοθείας των ευαγγελίων. Μπορεί να το κάνει αυτό ένας αμαθής, ένας ανόητος, ή κάποιος που θέλει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα που προσπαθεί να μας οδηγήσει ο απολογητής του Ισλάμ, όταν καταλήγει: «Και αναρωτιέμαι εγώ τώρα, πόσες άλλες ιστορίες θα ανακαλυφθούν στο μέλλον ότι έχουν προστεθεί. Φανταστείτε!» Να «φανταστούμε» δηλαδή ότι η Καινή Διαθήκη είναι νοθευμένη, για να καταλήξουμε στο πολυπόθητο για τον Άχμαντ Ελντίν συμπέρασμα, ότι το Κοράνι που τάχα δεν το πείραξε κανείς, είναι αυθεντικός λόγος του Θεού. Δυστυχώς, για να καταλήξει κανείς σε κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται απλά πολλή φαντασία, αλλά φαντασιοπληξία…

Επίσης, μια που ο απολογητής του Ισλάμ με ρωτά προσωπικά – εμένα από όλη την ομάδα – τι γνώμη έχω για «το λάθος του Ματθαίου για το  οποίο γράφουν οι ΟΟΔΕΐτες», θα ήθελα κι εγώ να τον ρωτήσω τι γνώμη έχει εκείνος για τα λεγόμενα του Έρμαν που αναιρούν τα ισλαμικά πιστεύω. Γιατί μέχρι τώρα είδαμε τον Ελντίν να επικαλείται με πάθος τον Έρμαν, και να τον παραφράζει κιόλας. Όμως, ο Έρμαν δέχεται ότι ο Ιησούς πραγματικά σταυρώθηκε και τάφηκε νεκρός – πράγμα που αναιρεί το Κοράνι – δέχεται τον απόστολο Παύλο ως γνήσιο μαθητή του Ιησού – ενώ οι μουσουλμάνοι καταφέρονται εναντίον του με μίσος και ισχυρίζονται ότι νόθευσε τον Χριστιανισμό – και δέχεται ότι στα ευαγγέλια, ειδικά στο κατά Ιωάννη, υπάρχουν εξαρχής εδάφια, που μιλούν για τη θεότητα του Ιησού – κάτι που επίσης αρνούνται οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τα ευαγγέλια δεν διδάσκουν τη θεότητα του Ιησού, και ότι αν υπάρχουν τέτοια εδάφια, είναι παρανοήσεις ή μεταγενέστερες διαστροφές και προσθήκες. Σε αυτά δέχεται τη γνώμη του  Έρμαν ο Άχμαντ Ελντίν, ή το κάνει μόνο όπου τον συμφέρει;

Αλλά ας δούμε πώς κλείνει το βίντεο ο απολογητής του Ισλάμ.

«Θέλω να κλείσω τα παραδείγματα με την ίδια την Αγία Γραφή, συγκεκριμένα την Παλαιά Διαθήκη, που τονίζει ότι δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε όχι μόνο την Καινή Διαθήκη, ολοκληρωτικά το βιβλίο. Μερικά χωρία τα οποία το δείχνουν αυτό. Στο βιβλίο του Ιερεμία, 8:8, διαβάζουμε: «Πώς λέτε ‘είμαστε σοφοί και ο νόμος του Κυρίου είναι μαζί μας;’ Δέστε, σίγουρα μάταια έγινε αυτό, το καλάμι των Γραμματέων είναι αναληθές.’ Το καλάμι, το μολύβι ας πούμε. Το καλάμι των Γραμματέων είναι αναληθές. Ιερεμίας 23:36: ‘Και δεν θα αναφέρετε στο εξής το φορτίο του Κυρίου, δεδομένου ότι το φορτίο θα είναι στον καθένα ο λόγος του. Επειδή διαστρέψατε τα λόγια του ζωντανού Θεού, του Κυρίου των Δυνάμεων, του Θεού μας.’ Προσέξτε: ο Θεός είναι αυτός που κατηγορεί άτομα που αλλάζουν τα λόγια Του, διαστρέφουν τα λόγια Του.

Σε αυτές τις παραποιήσεις του Άχμαντ Ελντίν έχουμε απαντήσει ξανά εδώ: https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/03/23/periklytos-muhammad-exp/ Πρόκειται για άρθρο που το έχει διαβάσει, αφού υποτίθεται ότι το «αναίρεσε» κιόλας… Όμως, το ότι το διάβασε δεν τον εμποδίζει να ξανακάνει τα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Ορίστε πόσο αναλυτικά του είχε υποδειχθεί η παρερμηνεία που έκανε στα δύο εδάφια του Ιερεμία:

Εδώ ο Ιερεμίας δεν μιλάει για κάποια αλλοίωση του κειμένου της Αγίας Γραφής, όπως ψευδώς ισχυρίζεται ο Άχμαντ Ελντίν. Ο Ιερεμίας καταδικάζει τους διεφθαρμένους ψευδοπροφήτες του Βάαλ αλλά και του Γιαχβέ, που έλεγαν στον κόσμο: «Μη φοβάστε, δεν θα έρθει κακό, είμαστε ο λαός του Θεού».

Σε αντίθεση με αυτούς, ο Ιερεμίας είχε ένα καταδικαστικό και ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ άγγελμα από τον αληθινό Θεό, για καταστροφή τού βασιλείου του Ιούδα, και γι’ αυτό τον δίωκαν και τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν.

Ιερεμίας 20/κ: 7-9: «Κύριε, με δελέασες, και δελεάστηκα· υπήρξες ισχυρότερος εναντίον μου, και υπερίσχυσες· έγινα χλευασμός όλη την ημέρα· όλοι με εμπαίζουν.

8 επειδή, αφού άνοιξα το στόμα, βοώ, φωνάζω βία και αρπαγή· γι’ αυτό, ο λόγος τού Κυρίου έγινε σε μένα για ονειδισμό και για χλευασμό όλη την ημέρα.

9 Και είπα: Δεν θα αναφέρω γι’ αυτό ούτε θα μιλήσω πλέον στο όνομά του.

Όμως, ο λόγος του ήταν στην καρδιά μου σαν φωτιά που έκαιγε, περικλεισμένη μέσα στα κόκαλά μου, και απέκαμα να χαλινώνω τον εαυτό μου, και δεν μπορούσα πλέον.».

Ιερεμίας 23/κγ: 16,17: «16 Έτσι λέει ο Κύριος των δυνάμεων: Μη ακούτε τα λόγια των προφητών, αυτών που προφητεύουν σε σας· αυτοί σας κάνουν μάταιους· μιλούν οράσεις από την καρδιά τους, όχι από το στόμα τού Κυρίου.

17 Λένε πάντοτε σ’ αυτούς που με καταφρονούν: Ο Κύριος είπε: Ειρήνη θα είναι σε σας· λένε σε κάθε έναν που περπατάει σύμφωνα με τις ορέξεις τής καρδιάς του: Δεν θάρθει επάνω σας κακό·»

Ιερεμίας 7/ζ: 4, 13-15: «4 Μη έχετε πεποίθηση σε αναληθή λόγια, λέγοντας: Ο ναός τού Κυρίου, ο ναός τού Κυρίου, ο ναός τού Κυρίου είναι αυτός… 12 Αλλά, πηγαίνετε τώρα στον τόπο μου, που είναι στη Σηλώ, όπου είχα βάλει το όνομά μου, αρχικά, και δείτε τι έκανα σ’ αυτόν εξαιτίας τής κακίας τού λαού μου Ισραήλ. 13 Και τώρα, επειδή πράξατε όλα αυτά τα έργα, λέει ο Κύριος, και σας μίλησα, σηκωνόμενος το πρωί και μιλώντας, και δεν ακούσατε· και σας έκραξα, και δεν απαντήσατε· 14 γι’ αυτό, στον οίκο, επάνω στον οποίο αποκλήθηκε το όνομά μου, στον οποίο εσείς έχετε το θάρρος, και στον τόπο, που έδωσα σε σας και στους πατέρες σας, θα κάνω όπως έκανα στη Σηλώ· 15 και θα σας απορρίψω από το πρόσωπό μου, όπως απέρριψα όλους τούς αδελφούς σας, ολόκληρο το σπέρμα τού Εφραϊμ».

Δηλαδή, τους λέει: «Μη νομίζετε ότι επειδή ο Ναός του Κυρίου είναι στην Ιερουσαλήμ θα σας γλιτώσει ο Κύριος με όλα αυτά που κάνετε. Κοιτάξτε τι έκανε ο Κύριος στους αδελφούς σας, στο 10φυλο βασίλειο του Ισραήλ, πάνω στους οποίους έθεσε το όνομά Του, και θα δείτε τι περιμένει και εσάς».

Όμως, ο φίλος μας έχει παρερμηνεύσει κι άλλο εδάφιο:

Επίσης από το βιβλίο του Ιερεμία:

«Πώς λέτε: Είμαστε σοφοί, και ο νόμος τού Κυρίου είναι μαζί μας; Δέστε, σίγουρα, μάταια έγινε αυτό· το καλάμι των γραμματέων είναι αναληθές» (Ιερεμίας 8:8)

Το εδάφιο Ιερ. 8,8 αναφέρεται στους Ιουδαίους που δεν τίμησαν τον Νόμο ο οποίος μίλησε για τον Χριστό, και δεν τον δέχτηκαν. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας χρησιμοποιεί αρκετές φορές το εδάφιο σε έργα του και το θεωρεί προφητικό δηλ. ότι αναφέρεται στους Εβραίους που δεν αποδέχτηκαν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Οι Γραμματείς έγραψαν ερμηνείες διαφορετικές, δεν δέχτηκαν τη διδασκαλία περί Μεσσία, δεν πείραξαν το πρωτότυπο κείμενο της Αγίας Γραφής όπως υπονοεί ο μουσουλμάνος απολογητής!

Γενικότερα, θα πρέπει ο Άχμαντ, ή όποιος άλλος θεωρεί ότι ο άγιος προφήτης Ιερεμίας μιλάει για νοθεία στα ΚΕΙΜΕΝΑ της Π.Δ, να εξηγήσει ποια από τα κείμενα γράφτηκαν ΠΡΙΝ τον Ιερεμία, επομένως μπορεί να υπονοούνται στην καταγγελία του, και ποια γράφτηκαν ΜΕΤΑ απ’ αυτόν, άρα είναι εκτός της καταγγελίας του, δηλ. οφείλει να τα δεχτεί ως ανόθευτα.

Και πρέπει να το υποστηρίξει με βάση επιστημονικές και ορθολογι(στι)κές απόψεις, που σε τόση “εκτίμηση” δήθεν τις έχει.

Ωστόσο, ασφαλώς ο άγιος προφήτης Ιερεμίας δεν εννοεί αυτό που εννοεί ο Άχμαντ Ελντίν.

Ο Χριστός μίλησε για τους γραμματείς στα περίφημα “ουαί”. Να πώς είναι αναληθές το καλάμι των γραμματέων. Και να πώς ο λαός διέστρεψε τα λόγια του Θεού: στην καρδιά του, όχι στα κείμενα.

Ίσως επειδή ο απολογητής γνωρίζει ότι οι ισχυρισμοί του για τα δύο εδάφια του Ιερεμία έχουν απαντηθεί,  αυτή τη φορά που τα επικαλείται ξανά, προσθέτει σ’ αυτά κι ένα του Ησαΐα:

«Ησαΐας 10:1: Αλίμονο σ’ αυτούς που ψηφίζουν ψηφίσματα άδικα, και στους γραμματείς που γράφουν, που γράφουν (ο Άχμαντ το επαναλαμβάνει για έμφαση) καταδυνάστευση». Παραλείπει εδώ ο Άχμαντ να μας δώσει τους επόμενους στίχους, που δείχνουν καθαρά ότι δεν αναφέρεται ο προφήτης σε αλλοίωση του Λόγου του Θεού, αλλά σε άδικες δικαστικές αποφάσεις των Γραμματέων, καθώς ο Ησαΐας συνεχίζει: «για να στερήσουν αυτόν που έχει ανάγκη από την κρίση, και για να αρπάξουν το δίκιο των φτωχών τού λαού μου, για να γίνουν οι χήρες λάφυρό τους, και να γυμνώσουν τους ορφανούς!»

Αλλά έχει κι άλλες προτάσεις να μας κάνει:

«Μπορείτε να δείτε ανάλογα και στην Κ.Δ. προς Γαλάτας 1:7». Δυστυχώς για τον απολογητή, εκεί ο απόστολος Παύλος λέει «υπάρχουν μερικοί που σας ταράζουν, και θέλουν να μετατρέψουν το ευαγγέλιο του Χριστού». Ο απόστολος αναφέρεται στο κήρυγμα που είχε κάνει, μια και την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακόμη γραπτά ευαγγέλια, κι ακόμα στο εδάφιο δεν έχουμε κάποια απόδειξη πραγματικής αλλοίωσης του ευαγγελίου, παρά μόνο αναφορά στις απόπειρες ορισμένων, τις οποίες ο Παύλος ακυρώνει με αυτή την επιστολή.

Ακόμα πιο ατυχές είναι το επόμενο «παράδειγμα» που μας δίνει, από την προς Ρωμαίους 10:17. Εδώ λέει: «16 Αλλά, δεν υπάκουσαν όλοι στο ευαγγέλιο· επειδή, ο Ησαΐας λέει: «Κύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας;». 17 Επομένως, η πίστη είναι διαμέσου τής ακοής· η δε ακοή διαμέσου τού λόγου τού Θεού.» Τελείως άσχετο παράδειγμα δηλαδή, όπως άσχετα ήταν και τα υπόλοιπα «παραδείγματα» του απολογητή του Ισλάμ..

Κλείνοντας ο Άχμαντ Ελντίν μας ευχαριστεί που τον ακούσαμε, και μας υπόσχεται ότι θα ακολουθήσουν περισσότερα άρθρα με «περισσότερες γνώμες των λογίων». Εμείς πάλι έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η ποιότητα της απολογητικής του είναι τόσο χαμηλή, και το μέγεθος της παραποίησης και ψευδολογίας του τόσο μεγάλο, που θα έπρεπε να μας πληρώνει που τον ακούμε κι όχι απλά να μας ευχαριστεί!

Επίσης, ο απολογητής του Ισλάμ δεν πρέπει να απορεί καθόλου που μέχρι στιγμής δεν έχουμε ανταποκριθεί στην πρόσκλησή του για διάλογο, και για την ακρίβεια θα πρέπει να μας ευχαριστεί που δεν το κάνουμε: με τις τακτικές που ακολουθεί, ένας διάλογος μαζί του θα είναι σαν να κλέβουμε εκκλησία…


[1] «Ότι ο χαρακτήρ της λέξεως της προς Εβραίους επιγεγραμμένης επιστολής ουκ έχει το εν λόγω ιδιωτικόν του αποστόλου, ομολογήσαντος εαυτόν ιδιώτην είναι τω λόγω (Β΄Κορινθ. 11,6), τουτέστιν τη φράσει, αλλά εστιν επιστολή συνθέσει της λέξεως ελληνικωτέρα, πας ο επιστάμενος κρίνειν φράσεων διαφοράς ομολογήσαι αν. Πάλιν τε αυ ότι τα νοήματα της επιστολής θαυμάσια εστί, και ου δεύτερα των αποστολικών ομολογουμένων γραμμάτων, και τούτο αν συμφήσαι είναι αληθές πας ο προσέχων τη αναγνώσει τη αποστολική… Εγώ δε αποφαινόμενος είποιμ’ αν, ότι τα μεν νοήματα του αποστόλου εστίν, η δε φράσις και σύνθεσις απομνημονεύσαντος τινός τα αποστολικά, και ωσπερεί σχολιογραφήσαντός τινος τα ειρημένα υπό του διδασκάλου. Ει τις ουν Εκκλησία έχει ταύτην την επιστολήν ως Παύλου, αύτη ευδοκιμείτω και επί τούτω. Ου γαρ εική οι αρχαίοι άνδρες ως Παύλου αυτήν παραδεδώκασι. Τις δε ο γράψας την Επιστολήν, το μεν αληθώς Θεός οίδεν, η δε εις ημάς φθάσασα ιστορία, υπό τινών μεν λεγόντων, ότι Κλήμης ο γενόμενος επίσκοπος Ρωμαίων έγραψε την επιστολήν, υπό τινων δε ότι Λουκάς ο γράψας το Ευαγγέλιον και τις Πράξεις.»

[2] Και την προς Εβραιους δε επιστολην Παυλου μεν ειναι φησιν, γεγραφθαι δε Εβραιοις Εβραικη φωνη, Λουκαν δε φιλοτιμως αυτην μεθερμηνευσαντα εκδουναι τοις Ελλησιν, οθεν τον αυτον χρωτα ευρισκεσθαι κατα την ερμηνειαν ταυτης τε της επιστολης και των πραξεων. … Μη προγεγραφθαι δε το Παυλος αποστολος εικοτως, Εβραιοις γαρ, φησιν, επιστελλων προληψιν ειληφοσιν κατ αυτου και υποπτευουσιν αυτον, συνετως πανυ ουκ εν αρχη απετρεψεν αυτους, το ονομα θεις.»

[3] «The third century church father Origen, for example, once registered the following complaint about the copies of the Gospels at his disposal.»

[4] [3.1.4] «Ἦν δέ τις ἐν τῇ στρατιᾷ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος…» [3.1.6] «ἐλθὼν
δ’ ὁ Ξενοφῶν…» [3.1.8] «ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν…»

Η απελπισμένη απολογητική του Ισλάμ-6: Είναι η Βίβλος αξιόπιστη;

Οι ισλαμιστές έχουν ανάγκη από στοιχεία που να δείχνουν ότι η Αγία Γραφή είναι αναξιόπιστη, καθώς έρχεται σε πάρα πολλά σημεία σε πλήρη αντίθεση με τις διδασκαλίες του Κορανίου. Από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του Ισλάμ ισχυρίστηκαν ότι σε κάποια σημεία οι εβραϊκές και χριστιανικές γραφές, αν και ήταν θεόπνευστες, αργότερα υπέστησαν παραχάραξη και αλλοίωση, ώστε να υποστηρίξουν ότι οι γραφές αυτές ήταν σωστές μόνο στα σημεία που συμφωνούσαν με το Κοράνι και όλα τα υπόλοιπα ήταν πειραγμένα! Όμως στην προσπάθειά τους αυτή αντιμετωπίζουν τα εξής προβλήματα:

* η θέση και η επιδίωξη αυτή των ισλαμιστών είναι γνωστή και έτσι δεν μπορούν να θεωρηθούν αμερόληπτοι,

* η θέση δεν γίνεται ιδιαίτερα πιστευτή από αυτούς που δεν δέχονται τη θεοπνευστία του Κορανίου

* ακόμα κι αυτοί που δέχονται τη θεοπνευστία του Κορανίου, δηλ. οι μουσουλμάνοι, χρειάζονται εξίσου κάποια εξωμουσουλμανική υποστήριξη ώστε να αισθανθούν ότι στη θέση τους έχουν δίκιο, και δεν είναι οι μόνοι που υποστηρίζουν ότι οι εβραϊκές και χριστιανικές γραφές είναι αναξιόπιστες.

Γι’ αυτό οι ισλαμιστές χρειάζονται κάποιους «άθρησκους» κι ακόμα καλύτερα «χριστιανούς λογίους» που να υποστηρίζουν ότι είναι αναξιόπιστες οι εβραϊκές και χριστιανικές γραφές, ώστε να πουν «ορίστε, το λένε κι αυτοί που είναι επιστήμονες και χριστιανοί, άρα έχουμε δίκιο».

Στο άρθρο μας «Η απελπισμένη απολογητική του Ισλάμ-5: Ο “περικλυτός” Μουχάμμαντ που τον προφήτεψε ο Ιησούς!» είχαμε γράψει: «στο θέμα της κριτικής κειμένου της Αγίας Γραφής, θέμα το οποίο αναμασούν τακτικά όλοι οι απολογητές του Ισλάμ, θα αναφερθούμε σε αυτοτελές άρθρο». Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το θέμα, και μάλιστα τα σημεία που θέτει ο απολογητής του Ισλάμ Bassam Zawadi σε ένα άρθρο του με τίτλο, “Who Authored the New Testament”. Το άρθρο αυτό, που αθροιστικά περιέχει 42 επιχειρήματα με αμφιβολίες, για τον συγγραφέα κυρίως, διαφόρων βιβλίων της Κ.Δ. ο φίλος μας Άχμαντ Ελντίν δημοσιεύει (παραλλαγμένο) σε μετάφραση εδώ: http://islamforgreeks.org/2010/03/09/new-testament-unreliability-part-1/ με τον τίτλο «Η α(να)ξιοπιστία της Καινής Διαθήκης».
Κατ’ αρχήν πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ήδη ο φίλος μας ο Άχμαντ έχει κάνει ένα λογικό άλμα, καθώς από το «ποιος έγραψε την Καινή Διαθήκη» που είναι ο τίτλος του αρχικού άρθρου του Zawadi, αυτός πήγε στο ότι «Η Καινή Διαθήκη είναι αναξιόπιστη». Κι εδώ πρέπει κάποιος να αναρωτηθεί: Το ότι δεν γνωρίζουμε ποιος έγραψε ένα βιβλίο (αν δεχτούμε φυσικά, ότι δεν γνωρίζουμε ποιος το έγραψε) εξυπακούεται ότι το βιβλίο είναι αναξιόπιστο ως προς το περιεχόμενό του; Όχι ασφαλώς. Πρόκειται για δυο άσχετα θέματα, τα οποία ο ισλαμιστής φίλος μας συνδέει μόνο και μόνο επειδή αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο θέλει να μας οδηγήσει. Στη δική μας περίπτωση, όπως και στην κάθε περίπτωση αναγνώστη που γνωρίζει να διαβάζει με κριτική σκέψη κι όχι να καταπίνει αμάσητο ό,τι του σερβίρουν, έχει χάσει το παιχνίδι της προπαγάνδας.

Πρέπει ακόμη να πούμε ότι το άρθρο όπως το δημοσιεύει ο Άχμαντ Ελντίν έχει ήδη σχολιαστεί εύστοχα από τον θεολόγο Θ. Ρηγινιώτη ως εξής:

«Στο άρθρο σου http://islamforgreeks.org/2010/03/09/new-testament-unreliability-part-1/ έχεις συγκεντρώσει τις απόψεις από ένα σωρό αιρετικούς μελετητές, οι οποίοι εκφράζουν τις θεωρίες τους για την πατρότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, τις έχεις τιτλοφορήσει “κριτική αντιμετώπιση της ΚΔ” και τις προβάλλεις θριαμβευτικά ως επιστημονικά ορθές…
Θεωρείς δηλαδή ότι οι δυτικοί επιστήμονες του 19ου και 20ού αιώνα ξέρουν καλύτερα από τους χριστιανούς του 1ου, 2ου, 3ου αιώνα κ.τ.λ., οι οποίοι αποδέχτηκαν τα βιβλία της ΚΔ ως έργα των συγκεκριμένων συγγραφέων ΚΑΙ ως αυθεντικές πηγές της διδασκαλίας και της ζωής του Χριστού.
Ξεχνάς όμως να μας πεις πώς οι νεώτεροι αιρετικοί επιστήμονες “αποδεικνύουν” αυτά που υποστηρίζουν με τόσο σθένος. Για να δώσω ένα παράδειγμα, είναι εύκολο να πω ότι “πιθανόν” ο Λουκάς π.χ. να έγραψε τις Πράξεις, “πιθανόν και όχι” κ.τ.λ. Και πώς ορίζω το πιθανόν; Μέσα στο “πιθανόν” μπορώ να κλείσω ό,τι θέλω. Και: δεν μετράνε καθόλου οι αρχαίοι μελετητές, που ομόφωνα δέχτηκαν το Λουκά ως συγγραφέα των Πράξεων;» (Από Εδώ.)

«Ξεχνάς επίσης, αδελφέ, ότι αν η ΚΔ είναι τόσο αναξιόπιστη, αναιρείται ο χαρακτηρισμός των χριστιανών από το Κοράνι ως “Λαού της Βίβλου”. ΔΕΝ έχουν Βίβλο οι χριστιανοί, κατά τη γνώμη σου, αλλά ένα σωρό αναξιόπιστα χαρτιά. Πώς λοιπόν είναι “λαός της Βίβλου”; Βέβαια το Κοράνι δεν ήξερε τι θα γράφουν τον 20ό αιώνα οι δυτικές “αυθεντίες” που επικαλείσαι εσύ, αδελφέ…
Φυσικά, δεν αποδέχεσαι καμιά φιλολογική αυθεντία όταν πρόκειται για τη φιλολογική κριτική του Κορανίου και εύκολα κατέκρινες τις αναφορές του καθηγητή Θρησκειολογίας Αναστασίου Γιαννουλάτου (σήμερα επισκόπου Αλβανίας) για τη φιλολογική κριτική του Κορανίου, που δημοσιεύεται εδώ: http://www.oodegr.com/oode/islam/piges/koranio_genika_1.htm .
Κλείνω το παρόν μικρό σχόλιο με δύο παραπομπές για την πατρότητα και την αξιοπιστία των βιβλίων της ΚΔ:
1) http://www.johnsanidopoulos.com/2009/11/who-wrote-gospel-of-matthew.html (δε διαβάζω αγγλικά, ως γνωστόν, αλλά είδα τι λέει με βοήθεια),
2) http://www.oodegr.com/oode/grafi/kritiki/kritiki2.htm
Ευχαριστώ» (Από Εδώ.)

«ΥΓ. 1) Πρέπει να διευκρινίσω γιατί τονίζω ότι οι δυτικοί μελετητές είναι αιρετικοί. Διότι οι προτεστάντες (από τους οποίους ξεκίνησε η δήθεν «φιλολογική κριτική» της Βίβλου) ένιωσαν υποχρεωμένοι να ανακηρύξουν τα βιβλία της ΚΔ «ψευδεπίγραφα» και «μεταγενέστερα» των αποστόλων, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι η πρώτη Εκκλησία είχε θεία λειτουργία και κληρικούς, ενώ ο προτεσταντισμός, (για λόγους αντίθεσης προς τον παπισμό) υποστηρίζει το αντίθετο. Αυτό και όχι κάποιο «επιστημονικό» κριτήριο προκάλεσε τις απόψεις που παρατίθενται, οι δε ρωμαιοκαθολικοί, αλλά και ορθόδοξοι, μελετητές που υποστηρίζουν τα ίδια, δεν είναι παρά πιστοί μαθητές των προτεσταντών.
2) Ξεχνάς όμως (σκόπιμα), αδελφέ μου Άχμεντ, ότι η χριστιανική πίστη και θεολογία ΔΕΝ πηγάζει από τη Βίβλο, αλλά από την άμεση αποκάλυψη του Θεού στους αγίους όλων των εποχών. Η αποκάλυψη αυτή είναι απόλυτα ελεγμένη και διαπιστωμένη ως αυθεντική φανέρωση του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ και όχι φαντασία ή π.χ. παγίδα του διαβόλου [έλεγχος που λείπει τραγικά από το Ισλάμ, το οποίο αφελώς υποστηρίζει –όπως μου έχεις γράψει– ότι «δεν υπάρχουν» τέτοιου είδους δαιμονικές πλάνες (αν όμως δεν υπάρχουν, τότε θα πρέπει να δεχτείς και την επικοινωνία του Θεού με τους αποστόλους στις Πράξεις των αποστόλων ως γνήσιες αποκαλύψεις του Θεού εν Χριστώ)].
Η ΚΔ καταγράφει απλώς το προφορικό κήρυγμα του Χριστού και των αγίων αποστόλων Του. Όποιοι κι αν την έγραψαν, όποτε κι αν την έγραψαν, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτά έλεγε ο Χριστός και οι μαθητές Του. Αλλιώς, ας εμφανιστούν άλλες ιστορικές πηγές που να λένε ότι το κήρυγμα του Ιησού και των αποστόλων ήταν «κάτι άλλο» (και τέτοιες πηγές δεν είναι τα απόκρυφα ευαγγέλια, εκτός αν προτιμάτε τις μυθολογίες του γνωστικισμού περί «Αιώνων», Καλού και Κακού Θεού κ.τ.λ.). Όταν γράφτηκε η ΚΔ είχε ΗΔΗ διαμορφωθεί ο χριστιανισμός και υπήρχαν ΗΔΗ άνθρωποι σε κατάσταση θέωσης (άγιοι). Αυτοί είναι και οι πραγματικοί (και μόνοι) διδάσκαλοι του χριστιανισμού. Αυτοί, ήδη από το 2ο αι. μ.Χ., αναγνώρισαν τα βιβλία της ΚΔ ως γνήσια έργα των αποστόλων. Αρχικά τα ευαγγέλια και κάποιες επιστολές του Παύλου, γιατί δεν ήταν διαδεδομένες όλες οι επιστολές των αποστόλων σε όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Σιγά σιγά, καθώς οι επιστολές αντιγράφονταν και εξαπλώνονταν, σχηματίστηκε ο κανόνας της ΚΔ που έχουμε. Πρώτη τέτοια συλλογή έγινε τα χρόνια του αγ. Ειρηναίου Λυών (μετά το 150 μ.Χ.), ενάντια στην αιρετική συλλογή του Μαρκίωνα, που πίστευε ότι ο Χριστός είχε έρθει άσαρκος, ως καθαρό πνεύμα, και είχε αφαιρέσει από την ΚΔ όλα τα σημεία που αποδείκνυαν ότι ήταν αληθινός άνθρωπος.
Για περισσότερες πληροφορίες παραπέμπω στο βιβλίο μου (που έχεις) «Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της ΚΔ» (εκδ. Πύρρα) και στο σχετικό άρθρο μου στην ΟΟΔΕ: http://www.oodegr.com/oode/grafi/apokryfa/apokr_evaggelia1.htm. Σημειωτέον μόνον ότι τώρα έχω μια παρατήρηση: δεν είναι απόκρυφα ευαγγέλια τα χαρακτηριζόμενα ως «ορθόδοξα απόκρυφα», όπως π.χ. το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Είναι πρωτοχριστιανικά βιβλία, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο αληθινά, που συγκεντρώνουν πληροφορίες για τα πρόσωπα και γεγονότα της ΚΔ που λείπουν από τη Βίβλο (το Κοράνι έχει πάρει πολλές πληροφορίες από αυτά).
Ευχαριστώ…» (Από Εδώ.)

Σχολιασμός λοιπόν υπάρχει, και μάλιστα εμπεριστατωμένος. Εμείς σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό: Επειδή γνωρίζουμε καλά ότι μεταξύ των μελετητών της Αγίας Γραφής, ακόμη και στον προτεσταντικό χώρο, οι απόψεις ότι η Αγία Γραφή είναι αξιόπιστη και οι συγγραφείς της γνωστοί υπερτερούν αριθμητικά και ποιοτικά από τις απόψεις ότι είναι αναξιόπιστη και οι συγγραφείς της άγνωστοι, αποφασίσαμε να συγκεντρώσουμε απόψεις υπέρ της αξιοπιστίας της Αγίας Γραφής και να τις παρουσιάσουμε. Είναι πολύ πιο εύκολο να βρει κανείς απόψεις υπέρ της αξιοπιστίας της Α.Γ. παρά εναντίον της, και λυπόμαστε τον καημένο τον Zawadi που πρέπει να έψαξε με μανία μέχρι να συγκεντρώσει τις 42 γνώμες που μας επιδεικνύει, και οι οποίες ανήκουν στους εξής 15:

Raymond Brown
R.T France
Bruce Metzger
Lee Martin McDonald
Stanley E. Porter
Martin Hengel
Michael Green
Leon Morris
Colin G. Kruse
Craig L. Blomberg
Τομ Ράιτ
John Drane
Ben Witherington
J. N. D. Kelly
Richard Bauckham

Επίσης, για να μην μακρυγορούμε με τους αναπόδεικτους ισχυρισμούς του κάθε «κριτικού», αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε έναν κατάλογο από επιχειρήματα που δεν μπορούν να γίνουν δεκτά, και τα οποία είναι τα εξής:

* Δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως αμφιβολία πατρότητας, το γεγονός ότι ένα κείμενο γράφεται με υπόδειξη του παραδοσιακού συγγραφέα. Εάν οι επιστολές της αιχμαλωσίας γράφτηκαν με υπόδειξη και έλεγχο από τον Παύλο επειδή οι συνθήκες της φυλακής δεν του επέτρεπαν να τις γράψει ο ίδιος, τότε είναι Παύλειες. Αν το «Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο» είχε γραφτεί από έναν στενό μαθητή του Ιωάννη υπό τις οδηγίες του αποστόλου (όπως γράφει ο Green, άποψη η οποία χρησιμοποιείται κατά της αξιοπιστίας της Α.Γ.), τότε είναι του Ιωάννη.

* Επιχειρήματα του στυλ: «όλες οι παραδόσεις για το ποιος έγραψε κάτι, είναι από τη μετέπειτα ζωή της εκκλησίας» (Ράιτ), δεν λένε τίποτα. Αυτό είναι σχεδόν δεδομένο σε πάρα πολλές περιπτώσεις κειμένων ή ιστορικών μαρτυριών γενικότερα. Υπάρχουν πολλά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα που η (γραπτή) μαρτυρία που έχουμε γι’ αυτά μπορεί να έρχεται 2 ή 3 αιώνες μετά. Για παράδειγμα ο Αλκιμένης, ήταν ένας τραγικός ποιητής από τα Μέγαρα, που αναφέρεται μόνο από το λεξικό της Σούδας και πολλούς αιώνες μετά. Επίσης, ο Ανδροσθένης, ήταν ένας Αθηναίος ανδριαντοποιός του τέλους του 3ου π.Χ. αιώνα και αναφέρεται μόνο από τον Παυσανία 5 αιώνες μετά. Θα αμφισβητήσουμε όλους αυτούς επειδή δεν έχουν διασωθεί γραπτές μαρτυρίες της εποχής τους;

* Επίσης το να λέμε: «Το ίδιο το βιβλίο είναι ανώνυμο, και δεν κάνει καμία δήλωση σχετικά με το συντάκτη του» (Drane), δεν σημαίνει τίποτε, καθώς ακόμη και να έλεγε ποιος ήταν ο συγγραφέας θα μπορούσε να μην είναι αλήθεια.

* Επιχείρημα ανάξιο λόγου είναι επίσης ότι: «στο τέλος αποκλίνουσες απόψεις, θα συνεχίζουν να υπάρχουν» (Morris). Η απόλυτη ομοφωνία για όλες τις λεπτομέρειες και τα ζητήματα που προκύπτουν επάνω σε θέματα ιστορίας είναι κάτι εντελώς απίθανο έτσι ή αλλιώς. Αυτό έλειπε να μείνουμε σε αυτό, περιμένοντας απόλυτες ομοφωνίες.

* Επίσης όταν ο συγγραφέας δεν παίρνει σαφή θέση και λέει απλά: «Πολλοί συντηρητικοί λόγιοι υποστήριξαν» (Kelly), δεν υπάρχει τρόπος να μετρηθεί αυτή η ασαφής τοποθέτηση.

* Επιπροσθέτως, η χρήση της λέξης «πιθανόν» θα θεωρηθεί νορμάλ/κανονική αφού μιλάμε για ιστορικά δεδομένα: π.χ. Για τον Martin Hengel είναι «πιθανόν» ότι ο συντάκτης του ευαγγελίου του Μάρκου, ήταν ένας σύντροφος και διερμηνέας του Πέτρου. Για να φανεί η σημασία αυτής της λέξης, ας υποθέσουμε ότι έγραφε: «Δεν είναι πιθανόν» ή «Δεν είναι τόσο/πολύ πιθανόν να είναι ο συγγραφέας σύντροφος και διερμηνέας του Πέτρου». Στην περίπτωση αυτή θα ήταν υπερβολή να πιαστούμε από τη λέξη «πιθανόν» και να πούμε ότι έπρεπε να λέει «αποκλείεται» για να την εκλάβουμε αρνητικά.

Ας προχωρήσουμε τώρα στα επιχειρήματα κατά της αξιοπιστίας της Α.Γ. ανά βιβλίο. Καταρχάς, αναλύσαμε όλο το άρθρο του απολογητή του Ισλάμ και κάναμε κατόπιν μια κατάταξη των επιχειρημάτων του κατά της αξιοπιστίας της Κ.Δ. ανά βιβλίο, ώστε να γίνει με συστηματικό τρόπο η αναίρεσή τους.
Στο σχήμα της απάντησης που ακολουθεί, βάλαμε τα επιχειρήματα με τη σειρά που έχουν τα βιβλία της Κ.Δ. στον Κανόνα. Είναι φανερό ότι τα περισσότερα επιχειρήματα αφορούν αμφιβολίες για την αυθεντικότητα του συγγραφέα των βιβλίων.
Μια διατύπωση με τη μορφή: «ΚΑΤΑ Χ 2 (Metzger, Kruse)»
σημαίνει ότι ο απολογητής του Ισλάμ παραθέτει απόψεις ΔΥΟ λογίων κατά κάποιου βιβλίου της Κ.Δ. και τα ονόματά τους είναι αυτά στην παρένθεση.
Από κάτω ακολουθεί πάντα η απάντησή μας με τη μορφή (π.χ.): «ΥΠΕΡ Χ 6»
το οποίο σημαίνει ότι εμείς απαντάμε ΥΠΕΡ της αυθεντικότητας κάποιου βιβλίου της Κ.Δ. με απόψεις ΕΞΙ λογίων κ.ο.κ.


1) -=Κ.Δ. 1=- ‘Κατά Ματθαίον’:
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 6 (Bauckham, Witherington, Green, Metzger, Porter & McDonald, Hengel).

ΥΠΕΡ Χ 8

Χρησιμοποιούμε δύο μαρτυρίες ΥΠΕΡ της αυθεντικότητας του Ματθαίου, που μας έδωσε (άθελά του;) ο μουσουλμάνος απολογητής:

1. Kruse: «για τον απόστολο Ματθαίο ως συγγραφέα…δεν υπάρχει ένας ιδιαίτερα έγκυρος λόγος για να αρνηθούμε αυτή την παράδοση της παλαιάς εκκλησίας».

2. Blomberg: «τα αποδεικτικά στοιχεία που εξετάστηκαν μέχρι σήμερα («Δομή», «Θεολογία», κλπ) επιτρέπουν τη συγγραφή από τον απόστολο Ματθαίο».

Επιπλέον:

3. Δεν υπήρχε λόγος να αποδώση η παράδοσις το πρώτον Ευαγγέλιον εις τον Απόστολον Ματθαίον και όχι εις άλλον Απόστολον. Τούτο ήτο η πραγματικότης. Αν υποθέσωμεν ότι το Ευαγγέλιον προήλθεν εκ πλαστογράφου, ούτος θα εξέλεγεν ένα περισσότερον περίοπτον Απόστολον […] Όλοι οι μάρτυρες ούτοι συμφωνούν εις το να αποδίδουν ρητώς το πρώτον Ευαγγέλιον εις τον Απόστολον Ματθαίον.
Κατά Ματθαίον‘, ΘΗΕ, τόμ. 8 (1966), στ. 824.

4. Κατά Ματθαίον: αν και σε κανένα σημείο το ίδιο το βιβλίο δεν λέει ποιος το έγραψε, η παράδοση το αποδίδει άμεσα ή έμμεσα στον Απόστολο Ματθαίο, και ο παραδοσιακός τίτλος στο ελληνικό κείμενο το καλεί Ευαγγέλιό του […] «σύμφωνα με τον» είναι μια καλύτερη μετάφραση. Είναι δυνατόν να πούμε «όπως το έγραψε ο Ματθαίος,» έτσι ώστε ο πλήρης τίτλος του βιβλίου να είναι «Τα καλά νέα για τον Ιησού Χριστό όπως τα έγραψε ο Ματθαίος » ή » Τα καλά νέα, όπως τα έγραψε ο Ματθαίος » (σελ. 5). Newman, B. M., & Stine, P. C., A handbook on the Gospel of Matthew, UBS handbook series, New York: United Bible Societies 1988.[1]

5. Επειδή λοιπόν δεν είναι απολύτως τεκμηριωμένα και πειστικά τα επιχειρήματα της σύγχρονης κριτικής, πρέπει να επιμείνουμε στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση και να θεωρήσουμε το σημερινό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ως επεξεργασία (όχι απλή μετάφραση) ενός αρχικού εβραϊκού πρωτοτύπου από τον ευαγγελιστή Ματθαίο […] Αν δεχθούμε την άποψη της σύγχρονης έρευνας, ότι το κατά Ματθαίον οφείλεται σε κάποιον ψευδώνυμο συγγραφέα ή παραχαράκτη, είναι απίθανο αυτός να επέλεγε κάποιον σχεδόν άγνωστο μαθητή του Κυρίου, όπως ήταν ο Ματθαίος, για να προσδώσει κύρος στο βιβλίο του.
Παναγόπουλος Ιωάννης, ‘Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη’, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 71

6. Είναι πιθανό ότι το 10:3 είναι μια νύξη για την συγγραφή από τον Ματθαίο. Προσθέτει το «φοροσυλλέκτης» μετά από το όνομά του. Αυτό το αυτομειωτικό σχόλιο δεν βρίσκεται στο κατά Μάρκον. Επίσης ο Ματθαίος δεν ήταν γνωστό πρόσωπο στην Κ.Δ. ή στην πρώτη εκκλησία. Γιατί να έχει αναπτυχθεί τόσο μεγάλη παράδοση γύρω από το όνομά του και το πρώτο αυτό αποστολικό Ευαγγέλιο [αν δεν είναι πραγματικά αυτός ο συγγραφέας]; Utley, R. J. D., New Testament Survey: MatthewRevelation, Marshall, Texas: Bible Lessons International 2001.[2]
7. Ο Ματθαίος ήταν ιδιαίτερα μετριόφρων όταν έγραψε τη διήγηση του ευαγγελίου του […] Γνωρίζουμε την πατρότητα του, διότι το όνομά του συνδέεται με όλα τα αρχαία αντίγραφα των χειρογράφων και επειδή οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας βεβαιώνουν ομόφωνα ότι αυτός είναι ο συγγραφέας του βιβλίου. Είναι προφανές από το ίδιο το κείμενο ότι ο Ματθαίος έγραψε αυτό το ευαγγέλιο πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού το 70 μ.Χ. (βλ. Εισαγωγή > Πατρότητα συγγράματος). MacArthur, J., Matthew, Chicago: Moody Press. [3]
8. Δυνάμεθα να είπωμεν ότι ολόκληρος η αρχαία εκκλησιαστική παράδοσις εθεώρει το κατά Ματθαίον ως έργον του εκ των Δώδεκα μαθητών του Ιησού Ματθαίου […] Το γεγονός ότι ο Ματθαίος, εις εκ των Δώδεκα μαθητών και επομένως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς του Ιησού Χριστού και του έργου του, εχρησιμοποίησε, κατά την τελικήν (σημερινήν) επεξεργασίαν του Ευαγγελίου του, και το κατά Μάρκον Εύαγγέλιον, δεν είναι μειωτικόν δι’ αυτόν […] δεδομένου ότι ενωρίτατα η ευαγγελική παράδοσις ήρχισε να λαμβάνη τυποποιημένην μορφήν, πράγμα το οποίον επωφελήθη ο Ματθαίος.
Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ‘Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην’, τόμ. Α΄, Αθήνα 2003, σελ. 134-135.

2) -=Κ.Δ. 3=- ‘Κατά Λουκάν’:
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 2 (McDonald & Porter)

ΥΠΕΡ Χ 4

1. Ούτε το κατά Λουκάν ούτε οι Πράξεις των Αποστόλων κατονομάζουν τον συντάκτη αυτών των δύο τόμων, αλλά οι πληροφορίες από αυτά τα βιβλία και μερικά εξωτερικά ιστορικά στοιχεία μας βοηθούν να καθορίσουμε τον συγγραφέα και το υπόβαθρό του [..] Αυτό το φυλετικό παρασκήνιο είναι σημαντικό επειδή καθιστά τον Λουκά το μόνο μη-Εβραίο συντάκτη της Καινής Διαθήκης. Bock, D. L., The IVP New Testament commentary series: Luke (Lk 1:1). Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press 1994.[4]

2. Ο συγραφέας του τρίτου Ευαγγελίου είναι ο συγγραφέας των Πράξεων. Αυτή η θέση είναι τόσο γενικά αποδεκτή από τους κριτικούς όλων των σχολών που δεν χρειάζεται να δαπανηθεί πολύς χρόνος συζητώντας την (σελ. xi) […] Θα ήταν χάσιμο χρόνου να αναφέρω περισσότερα στοιχεία. Είναι προφανές ότι σε όλα τα σημεία του χριστιανικού κόσμου το τρίτο Ευαγγέλιο είχε αναγνωριστεί ως έγκυρο, πριν τα μέσα του δεύτερου αιώνα, και ότι γενικώς πιστευόταν ότι ήταν έργο του αγ. Λουκά. Κανείς δεν μιλάει με αμφιβολία ως προς αυτό το σημείο […] Με αυτό το μεγάλο σώμα ιστορικών αποδεικτικών στοιχείων υπέρ του αγ. Λουκά μπροστά μας, το οποίο επιβεβαιώνεται από τις ιατρικές εκφράσεις και στα δύο βιβλία, είναι μάταιο να αναζητούμε έναν άλλο σύντροφο του αγ . Παύλου ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο συγγραφέας (σελ. xvi). Plummer, A., A critical and exegetical commentary on the Gospel According to S. Luke, London: T&T Clark International 1896.[5]

3. Εν συντομία, η καλύτερη υπόθεση είναι ακόμη ότι το ευαγγέλιο γράφτηκε από τον Λουκά (σελ. 34). Marshall, I. H., The Gospel of Luke: A commentary on the Greek text, The New international Greek testament commentary, Paternoster Press 1978.[6]

4. Οι παλαιότερες παραδόσεις της Εκκλησίας […] όλες μαρτυρούν ότι ο συγγραφέας του τρίτου ευαγγελίου είναι ο ίδιος με τον συγγραφέα των Πράξεων, κι ότι το πρόσωπο αυτό ήταν ο αγ. Λουκάς […] η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου (σελ. xv) […] δείχνει ότι ο συγγραφέας, ο αγ. Λουκάς, είχε και πάλι συμπράξει με τον απ. Παύλο (σελ. xvii).  The Pulpit Commentary: St. Luke (H. D. M. Spence-Jones, Ed.), Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc 2004[7]

3) -=Κ.Δ. 4=- ‘Κατά Ιωάννην‘:
α) Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 2 (Green, Ράιτ)

β) Αμφιβολίες για ΕΝΑΝ συγγραφέα (έγιναν μεταγενέστερες προσθήκες).
ΚΑΤΑ Χ 2 (Metzger, Kruse)

ΥΠΕΡ Χ 6 υπέρ και της αυθεντικότητας και υπέρ του ενός συγγραφέα

1. Όσον αφορά, συνεπώς, τα  υπό εξέταση εσωτερικά έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία, το συμπέρασμα προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι γραμμές της έρευνας παραμένει ακλόνητο, ότι το τέταρτο Ευαγγέλιο γράφτηκε από έναν Παλαιστίνιο Εβραίο, από έναν αυτόπτη μάρτυρα, από τον μαθητή τον οποίον αγαπούσε ο Ιησούς, από τον Ιωάννη τον γιο του Ζεβεδαίου (σελ. xxv) […] δεν υπάρχει, εκτός από μια αμφισβητήσιμη εξαίρεση, οποιαδήποτε θετική ένδειξη ότι υπήρχε ποτέ αμφιβολία για την αυθεντικότητα του βιβλίου (σελ. xxxii). The Gospel according to St. John (B. F. Westcott & A. Westcott, Ed.), London: J. Murray 1908.[8]

2. Παρόλο που δεν μπορούμε να αποδείξουμε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο απόστολος Ιωάννης ήταν ο συγγραφέας, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν περισσότεροι λόγοι για να εμμείνουμε στην άποψη αυτή από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη (σελ. 1180).
Elwell, W. A., & Beitzel, B. J., Baker encyclopedia of the Bible, Grand Rapids, Mich.: Baker Book House 1988.[9]

3. Η γνησιότητα του Ευαγγελίου αυτού, δηλαδή, το γεγονός ότι ο απόστολος Ιωάννης ήταν ο συγγραφέας του, είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στη σύγχρονη εποχή, περίπου από το 1820, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να αμφισβητηθεί η γνησιότητα του, αλλά χωρίς επιτυχία. λήμμα «John, Gospel of«, Easton, M., Eastons Bible dictionary, Oak Harbor, WA: Logos Research Systems, Inc. 1996[10]

4. Σύμφωνα με την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, το τέταρτο ευαγγέλιο γράφτηκε από τον απόστολο Ιωάννη, τον γιο του Ζεβεδαίου. Παρά το γεγονός ότι το έργο δεν αναφέρει ονομαστικά τον Ιωάννη (ίσως από μετριοφροσύνη), αρκετά εσωτερικά αποδεικτικά στοιχεία υποστηρίζουν ή τουλάχιστον προτείνουν την πατρότητα της συγγραφής (σελ. 589). λήμμα: JOHN, GOSPEL OF, Myers, A. C., The Eerdmans Bible dictionary, Grand Rapids, Mich.: Eerdmans 1987.[11]

5. Πιθανώς δεν θα υπάρξει ποτέ πλήρης συμφωνία σχετικά με την πατρότητα της συγγραφής. Αλλά όταν η απόλυτη βεβαιότητα είναι ανέφικτη πρέπει να επιλέξουμε με βάση τις πιθανότητες. Στην περίπτωση αυτή, τα αποδεικτικά στοιχεία είναι πολύ περισσότερα υπέρ του αποστόλου Ιωάννη από ό, τι εις βάρος του, και δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος που έστω να εμφανίζεται ως πιθανός. Άρα θα πρέπει να αποδεχθούμε τον Ιωάννη ως τον συγγραφέα (τόμ. 2, σελ. 1100).
Bromiley, G. W., The International Standard Bible Encyclopedia (Revised), Wm. B. Eerdmans 1988.[12]

6. Ενώπιον προβλημάτων όπως αυτά, πολλοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ενώ ο Ιωάννης μπορεί να παρείχε ένα μεγάλο μέρος του υλικού του Ευαγγελίου, ένας άλλος – πιθανώς ένας από τους στενούς μαθητές του – το έγραψε στην πραγματικότητα. Αλλά μπορούμε ακόμη να υποστηρίζουμε ότι η συγγραφή είναι του Ιωάννη, δεδομένου ότι δεν έχει εγερθεί κανένα αποφασιστικό επιχείρημα εναντίον της, και δεν έχει προσφερθεί καμιά ικανοποιητική εναλλακτική λύση. λήμμα: JOHN, GOSPEL OF, Pfeiffer, C. F., Vos, H. F., & Rea, J., The Wycliffe Bible Encyclopedia, Moody Press 1975.[13]
4) -=Κ.Δ. 5=- ‘Πράξεις των Αποστόλων’:
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 2 (McDonald & Porter)

ΥΠΕΡ Χ4
1. Η εκκλησιαστική παράδοση μαρτυρεί συνεχώς από το δεύτερο αιώνα και μετά ότι ο συγγραφέας είναι ο Λουκάς ο αγαπημένος γιατρός […] Αυτός ο προσδιορισμός ταυτότητας εξηγεί καλύτερα όλα τα στοιχεία της Καινής Διαθήκης. Larkin, W. J., Briscoe, D. S., & Robinson, H. W., The IVP New Testament commentary series Vol. 5: Acts (Acts 1:1), Downers, Ill., USA: InterVarsity Press 1995.[14]

2. Η θέση αυτού του σχολιολογίου είναι ότι η παραδοσιακή άποψη του Λουκά ως δημιουργού και των δύο τόμων είναι περισσότερο αποδεκτή από οποιαδήποτε από τις εναλλακτικές εξηγήσεις (σελ. 18).
Faw, C. E., Believers church Bible commentary: Acts, Scottdale, PA: Herald Press 1993.[15]

3. Ότι συγγραφέας των Πράξεων είναι ο Λουκάς φαίνεται, κατά την επιχειρηματολογία που επικράτησε στη σύγχρονη έρευνα, από τα λεγόμενα «ημείς-εδάφια» […] Αυτόν δέχεται ως συγγραφέα τόσο η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση […] όσο και η νεότερη ερευνά…
Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, ‘Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη’, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 246

4. Η παραδοσιακή άποψη ότι στον Λουκά ανήκει η πατρότητα της συγγραφής θεωρείται δεδομένη σε ολόκληρο αυτό το σχολιολόγιο (σελ. 27).
Polhill, J. B., The New American Commentary Vol. 26: Acts, Nashville: Broadman & Holman Publishers 1992.[16]

5 =Κ.Δ. 10=- ‘Προς Εφεσίους’:

Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 1 (Brown)

ΥΠΕΡ Χ 3
1. Έχει αποδειχθεί, κατά συνέπεια, ότι μόλις η εκκλησία άρχισε να αποδίδει τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης σε ορισμένους συγγραφείς κατονόμασε «ομόφωνα» τον Παύλο ως συγγραφέα της προς Εφεσίους. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ή διαφωνία. Αυτή η συγκεκριμένη απόδοση, ξεκίνησε το τελευταίο μέρος του δεύτερου αιώνα. Αλλά ακόμη και νωρίτερα από τότε, η ύπαρξη της επιστολής και η υψηλή τιμή με την οποία τη συνέδεσε η εκκλησία, ως εμπνευσμένη Γραφή ήταν αναγνωρισμένη παντού. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκλίνουμε από τις παραδοσιακές αυτές πεποιθήσεις (σελ. 56). Hendriksen, W., & Kistemaker, S. J., Vol. 7: New Testament commentary: Exposition of Ephesians, Grand Rapids: Baker Book House 1995 (c1967)[17]

2. Ο Απόστολος Παύλος έχει οριστεί ως ο συγγραφέας της ίδιας της επιστολής, όχι μόνο στην προσφώνηση (1:1), αλλά και στο σώμα της επιστολής (2:1) […] Η μαρτυρία της αρχαίας εκκλησίας δείχνει χωρίς εξαίρεση την Επιστολή προς Εφεσίους ως Επιστολή του Αποστόλου Παύλου […] Ο Renan ονομάζει αυτό Επιστολή «αμφίβολη» […] [αλλά] Οι αντιρρήσεις έχουν αντικρουστεί τόσο ορθά και τόσο πλήρως ώστε δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ότι αξίζουν σοβαρή προσοχή»(σελ. 9-10). KARL BRAUNE, D. D., THE EPISTLE OF PAUL TO THE EPHESIANS, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008 [18]

3. Η γνησιότητα και αυθεντικότητα δεν επιδέχεται καμία εύλογη αμφιβολία. Οι μαρτυρίες της πρώιμης Εκκλησίας είναι ασυνήθιστα ισχυρές και επίμονες […] και δεν έχουν ποτέ αμφισβητηθεί έως τα σχετικώς τελευταία χρόνια. Οι αντιρρήσεις είναι καθαρά υποκειμενικού χαρακτήρα, κατά κύριο λόγο στηρίζονται σε φαντασιακές αδυναμίες στο στυλ ή εξίσου φανταστικές αναφορές στον πρώιμο Γνωστικισμό, και έχουν αντικρουστεί τόσο ορθά και τόσο πλήρως ώστε δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι αξίζουν σοβαρή προσοχή (σελ. xvi). Ellicott, C. J., St. Paul’s Epistle to the Ephesians, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008 [19]

6 =Κ.Δ. 12=- ‘Προς Κολοσσαείς’:

Αμφιβολίες για συγγραφέα.

ΚΑΤΑ Χ 1 (Brown)

ΥΠΕΡ Χ 4

1. Η μαρτυρία υπέρ της πατρότητας του Παύλου είναι ως εκ τούτου, συντριπτική. Οι μαρτυρίες, τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές, δεν φτάνουν παρά σε ένα συμπέρασμα, δηλαδή, ότι ο Παύλος έγραψε την προς Κολοσσαείς (σελ. 37). Hendriksen, W., & Kistemaker, S. J., Vol. 6: New Testament commentary, Exposition of Colossians and Philemon, Grand Rapids: Baker Book House, 2002[20]

2. Η μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας, όπως στην περίπτωση της Επιστολής προς Εφεσίους … τάσσεται υπέρ της Παύλειας πατρότητας […] Κανένα διακριτικό άτομο δεν μπορεί να αμφισβητήσε τη γνησιότητά της ή να «παίξει» κριτικά με αυτήν (σελ. 4). KARL BRAUNE, D. D., A commentary on the Holy Scriptures: Colossians, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008[21]

3. (τοποθέτηση για το ζήτημα των εξωτερικών μαρτυριών) …πριν από τα μέσα του δεύτερου αιώνα, υπάρχουν ενδείξεις για τη γενική αποδοχή των επιστολών ως του Αποστόλου Παύλου κατά την περίοδο εκείνη (σελ. xiii). Abbott, T. K. (1909). A critical and exegetical commentary on the epistles to the Ephesians and to the Colossians, New York: C. Scribner’s sons.[22]

4. (τοποθέτηση για το ζήτημα των αμφισβητήσεων λόγω εσωτερικών μαρτυριών) Ίσως είναι καλύτερα να κατανοήσουμε την οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο σκέψης του Παύλου ως να αντανακλά τη δυναμική ενός μόνο ατόμου το οποίο προτίθεται να επικοινωνήσει θεολογικές πεποιθήσεις με πρακτικούς τρόπους σε διαφορετικά ακροατήρια σε διαφορετικές στιγμές κατά τη διάρκεια μιας μακράς σταδιοδρομίας. Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε μια παρόμοια δυναμική να αντανακλάται με τον καιρό στις ίδιες τις δικές μας επιστολές; Εν ολίγοις, λοιπόν, οποιαδήποτε διαφορά στη θεολογική διατύπωση που μπορεί να βρει ο ερμηνευτής στην προς Κολοσσαείς εξηγείται καλύτερα είτε με τη λογοτεχνική στρατηγική του Παύλου ή με τη ζύμωση της ιστορικής και της προσωπικής του κατάστασης.
Wall, R. W., Colossians & Philemon. The IVP New Testament commentary series, (Col 1:1), Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press 1993 [23]

7, 8, 9-=Κ.Δ. 15=- ‘Προς Τιμόθεον Α΄‘: -=Κ.Δ. 16=- ‘Προς Τιμόθεον Β΄‘: -=Κ.Δ. 17=- ‘Προς Τίτον‘ («Ποιμαντικές επιστολές»):
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 3 (Witherington, Brown, Metzger)

ΥΠΕΡ Χ 5
1. Η 1η επιστολή προς Τιμόθεο μαζί με την 2η προς Τιμόθεο και την προς Τίτο, ανήκει στην ομάδα των Παύλειων συγγραμάτων που είναι γνωστά ως Ποιμαντικές Επιστολές […] Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι σαφή. Ο απόστολος Παύλος έγραψε τις Ποιμαντικές Επιστολές, όπως η Εκκλησία (μέχρι πρόσφατα), υποστήριζε πάντα. MacArthur, J., 1 Timothy, Chicago: Moody Press 1995 (στο τέλος του εισαγωγικού κεφαλαίου με τον τίτλο: Authorship).[24]

2. Οι εξωτερικές αποδείξεις για τη γνησιότητα των Ποιμαντικών Επιστολών, εκτός από την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, είναι τόσο πολυάριθμες και αναμφισβήτητες όσο για για τα άλλα γραπτά του αγ. Παύλου. (σελ. 1) […] Τα εξωτερικά στοιχεία για την αυθεντικότητα των Ποιμαντικών Επιστολών […] όχι μόνο δεν εποδεικνύουν τίποτα κατά της γνησιότητας των Ποιμαντικών Επιστολών, αλλά μάλλον την επιβεβαιώνουν με εντυπωσιακό τρόπο (σελ. 3) […] Υπάρχει τέτοια ομοιογένεια στις τρεις επιστολές, που καμιά δεν μπορει να χωριστεί από τις άλλες δύο, και ως εκ τούτου μπορούμε να συμπεράνουμε σωστά την ταυτότητα του συγγραφέα (σελ. 3) […] υπάρχει μια ολόκληρη περίοδος στη ζωή του Παύλου, στην οποία μπορούμε να τοποθετήσουμε τη συγγραφή των Ποιμαντικών Επιστολών (σελ. 6). J. J. VAN OOSTERZEE, A commentary on the Holy Scriptures: 1 & 2 Timothy. Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008 [25]

3. Οι μελέτες και του Ellis και του Prior αποδεικνύουν πόσο απέχει από το να είναι «βέβαιη» η περίπτωση ψευδωνυμίας […]Αν ένας γραφέας εισέρχεται στην εξίσωση «λεξιλόγιο, ιδίωμα, και θεολογική έκφραση δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν με οποιοδήποτε συγκεκριμένο τρόπο για να αποφασίσουμε αν ο Παύλος είναι ο συγγραφέας των επιστολών που του αποδίδονται «[…] Αν θεωρήσουμε ότι μόνος ο Παύλος είναι ο συγγραφέας, οι διαφορές μεταξύ των ποιμαντικών Επιστολών και των άλλων Παύλειων επιστολών (στων οποίων τη συγγραφή έχει συμμετάσχει) μπορεί κάλλιστα να υποδηλώνουν αυθεντικότητα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι ποιμαντικές Επιστολές εκφράζουν τα μηνύματα του Παύλου στους Τιμόθεο και Τίτο και στις εκκλησίες στις οποίες εργάζονταν (σελ. 35). Towner, P., Vol. 14: 1-2 Timothy & Titus. The IVP New Testament commentary series, Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press 1994.[26]

4. Εν όψει της γνωστής πρακτικής της πρώτης Εκκλησίας και της αντίθεσης του Παύλου σε μια ψευδώνυμη επιστολή, φαίνεται απίθανο ότι η Εκκλησία θα αποδεχόταν εν γνώσει της μια ψευδώνυμη επιστολή στην Καινή Διαθήκη. Θα παρουσίαζε ηθικό πρόβλημα αν ένας συγγραφέας, γνωρίζοντας την αντίθεση της Εκκλησίας, επέμενε στη συγγραφή μιας ψευδώνυμης επιστολής (σελ. 35). Lea, T. D., & Griffin, H. P., Vol. 34: 1, 2 Timothy, Titus, The New American Commentary, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2001, c1992.[27]

5. Το συμπέρασμα, λοιπόν, όσον αφορά τα εσωτερικά σημάδια του στυλ, τρόπου εκφοράς του λόγου, συναισθήματος, δόγματος, περιστασιακών αναφορών σε ανθρώπους, και πράγματα, και τόπους, και θεσμικά όργανα, είναι ότι βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με την εξωτερική μαρτυρία που χωρίς να αμφιβάλλει αποδίδει τις Επιστολές στον απόστολο του  οποίου το όνομα φέρουν· και ότι οι ποιμαντικές Επιστολές είναι τα αυθεντικά έργα του Αγίου Παύλου (σελ. viii). H. D. M. Spence-Jones (Ed.), The Pulpit Commentary: 1 Timothy, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2004[28]

10. -=Κ.Δ. 19=- ‘Προς Εβραίους‘:
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 4 (Brown, Metzger, McDonald & Porter)

ΥΠΕΡ Χ 8

Είναι η μοναδική επιστολή που εγείρει ισχυρές διαφωνίες για τον συγγραφέα της. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη:

1) Αμφιβολίες όσον αφορά την πατρότητα της επιστολής ουδέποτε δημιούργησαν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την αυθεντία, την κανονικότητα, ή την αξιοπιστία της (σελ. 20).
Pentecost, J. D., & Durham, K., Faith that endures: A practical commentary on the book of Hebrews, Grand Rapids, MI: Kregel Publications 2000.[29]

2) Η Ανατολική Εκκλησία (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος) δέχτηκε την πατρότητα συγγραφής του Παύλου (σελ. 2). Utley, R. J. D., Volume 10 – The Superiority of the New Covenant: Hebrews, Marshall, Texas: Bible Lessons International.[30]

3) Αλλά και εις την Δύσιν, από του ε΄ αιώνος και εξής […] η Επιστολή εγένετο δεκτή μετά σπανίων τινών εξαιρέσεων. Αγουρίδης Σάββας, ‘Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην’, 3η έκδ., Γρηγόρης, Αθήνα 1991, σελ. 338

4. Ο συγγραφέας της. Αυτός, είμαστε απόλυτα βέβαιοι, ήταν ο απόστολος Παύλος (σελ. 12).
Pink, A. W., An exposition of Hebrews, Swengel, Pa.: Bible Truth Depot 1954.[31]

5. Ο υποφαινόμενος φρονεί, ότι η επιστολή αποτελεί την μόνην επιμεμελημένην και επιτετηδευμένην συγγραφήν του αποστόλου Παύλου, ήτις μόνον υπ’ αυτού ήτο δυνατόν να γραφή κατά τους αποστολικούς χρόνους, ως αύτη εγράφη. Σιώτης Μ., «Προς Εβραίους«, ΘΗΕ, τόμ. 5 (1964), στ. 314.

6. Αν και η πατρότητα της προς Εβραίους συζητείται ευρέως, υπάρχουν πολλοί βάσιμοι λόγοι για να αποδεχθούμε την ιδέα της πατρότητας του Παύλου (σελ. 14). Pentecost, J. D., & Durham, K., Faith that endures: A practical commentary on the book of Hebrews, Grand Rapids, MI: Kregel Publications 2000.[32]

7. Οι διαφορές όμως αυτές δεν πρέπει να υπερτιμηθούν, διότι υπάρχουν και ισχυρές ομοιότητες ανάμεσα στην διδασκαλία της Εβρ. και των άλλων Επιστολών του Παύλου […] Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Εβρ. βρίσκεται σε έμμεση εξάρτηση από την θεολογία του Παύλου. Παναγόπουλος Ιωάννης, ‘Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη’, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 332

Από εκεί και πέρα, υπάρχουν υποστηρικτές της άποψης ότι υπάρχουν επιχειρήματα για να μιλήσει κάποιος για παύλεια προέλευση, είτε απευθείας, είτε μέσω γραφέα:

8. Το ορθώτερον είναι να νοηθή…ο Κλήμης ή ο Λουκάς…ως γραφεύς-συντάκτης της επιστολής, προς τον οποίον ο Παύλος υπηγόρευσε το περιεχόμενον, όπως είχε πράξει και εις τας περιπτώσεις άλλων έπιστολών…Επικρατέστερος βεβαίως…ο Λουκάς, λόγω συγγενείας του ύφους της επιστολής προς τε το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον και τας Πράξεις.
Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ‘Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην’, τόμ. Α΄, Αθήνα 2005, σελ. 714.
11. -=Κ.Δ. 20=- ‘Επιστολή Ιακώβου’:
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 2 (Brown, Drane)

ΥΠΕΡ Χ 4

1. Σε κάποια στιγμή μεταξύ των ετών 40 και 50 ο Ιάκωβος ο οποίος ήταν επικεφαλής της μητέρας εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ έγραψε αυτή την Επιστολή προς τους Εβραίους χριστιανούς των γειτονικών επαρχιών (σελ. 503). Lenski, R. C. H., The interpretation of the Epistle to the Hebrews and of the Epistle of James, Columbus, Lutheran book concern 1966.[33]

2. Πάσαι αι ερμηνείαι αύται, εγγύτερον εξεταζόμεναι, πείθουν…περί της αρχαιότητος της επιστολής και της εκ του Ιακώβου προελεύσεως αυτής. Αγουρίδης Σάββας, ‘Επιστολή Ιακώβου‘, ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 629.

3. Τα στοιχεία του χριστιανικού υλικού που είναι βαθιά ριζωμένο στο κείμενο του Ιακώβου κάνει αυτές τις θεωρίες που επικαλούνται καθαρά εβραϊκή καταγωγή για το βιβλίο απίθανες. Δεύτερον, ένα μέρος του υλικού είναι υπέρ μιας πρώιμης χρονολογίας για τις παραδόσεις πίσω από την επιστολή και της πιθανότητας της πατρότητας συγγραφής αυτών από τον Ιάκωβο τον Δίκαιο. (σελ. 21). Davids, P. H., The Epistle of James, Grand Rapids, Mich.: Eerdmans 1982.[34]

4. Το περιεχόμενο της επιστολής είναι συνεπές με την άποψη ότι ο Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου είναι ο συγγραφέας της. Holloway, G., James & Jude, The College press NIV commentary (Jas 1:2). Joplin, Mo.: College Press Pub 1996.[35]

12. -=Κ. 22=- ‘Eπιστολή Πέτρου Β΄‘:
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 6 (Brown, France, Metzger, Drane, Witherington, Bauckham)

ΥΠΕΡ Χ 8

1. Καταλήγοντες παρατηρουμεν, οτι επί τή βάσει των εξωτερικών μαρτυρίων, αίτινες και πολλαί είναι και αρχαίαι, η γνησιότης της Β΄ Πέτρου τυγχάνει αδιαμφισβήτητος, αι δε περί του αντιθέτου απόψεις των διαφόρων ερευνητών τυγχάνουν αστήρικτοι και αδικαιολόγητοι. Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, ‘Εισαγωγή Εις την Καινήν Διαθήκην’, τόμ. Β΄, Αθήνα 2003, σελ. 911

2. Σε τελική ανάλυση, οι περισσότεροι συντηρητικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ο απόστολος Πέτρος έγραψε την Β΄ Πέτρου […] μη συντηρητικοί μελετητές εκφέρουν σημαντικά επιχειρήματα κατά της πατρότητας του Πέτρου, αλλά κακώς ισχυρίζονται ότι έχουν αποδείξει ότι ο Πέτρος δεν είχε γράψει αυτή την επιστολή. Black, A., & Black, M. C., 1 & 2 Peter. The College Press NIV commentary (2 Pe 1:1). Joplin, Mo.: College Press Pub 1998.[36]

3. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Δρ Ζαν, μετά από μια πολυσύνθετη συζήτηση όλων των σχετικών σημείων, είναι ότι η Β΄ Πέτρου γράφτηκε πριν από την Α΄ Πέτρου από το ίδιο το χέρι του αποστόλου […] Οι απόψεις του Ζαν βασίζονται σε τόσο ισχυρό υποστήριγμα μάθησης και λογικής που θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με μεγάλο σεβασμό (σελ. 246). Bigg, C., A critical and exegetical commentary on the Epistles of St. Peter and St. Jude, Edinburgh: T&T Clark International 1901.[37]

4. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Β΄Πέτρου είναι αυθεντική και ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι πιό πειστικό από τις ανταγωνιστικές θεωρίες (σελ. 275). Schreiner, T. R., Vol. 37: 1, 2 Peter, Jude, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2003.[38]

5. Για να συνοψίσω, ο Πέτρος αναμφισβήτητα γνώριζε τον Ιησού Χριστό, τόσο με το ανθρώπινο όσο και με το αναστημένο Του σώμα, και είχε, επίσης, ιδιαίτερη εμπειρία της δύναμης του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος, που έστειλε ο Ιησούς. Ο Πέτρος ήταν μοναδικά κατάλληλος για να είναι ένας αξιόπιστος μάρτυρας για το ευαγγέλιο, τόσο από την μοναδική προσωπική εμπειρία του, και τη διακονία του η οποία, κατά το χρόνο συγγραφής της παρούσας επιστολής, εκτεινόταν σε πάνω από τριάντα τέσσερα χρόνια. Αυτό, λοιπόν, είναι το ανθρώπινο όργανο που το Άγιο Πνεύμα χρησιμοποίησε για να μεταφέρει το μήνυμα του Θεού προς την Εκκλησία. Mills, M., II Peter: A study guide to the Second Epistle by Peter (2 Pe 1:5), Dallas: 3E Ministries 1987.[39]

6. Έτσι, παρά τον σκεπτικισμό και τις αμφιβολίες των σύγχρονων επικριτών, η καλύτερη απάντηση στο ερώτημα του ποιος έγραψε την Β΄ Πέτρου είναι «ο Σίμων Πέτρος, ένας δούλος και απόστολος του Ιησού Χριστού» (σελ. 14). MacArthur, J., 2 Peter and Jude, Chicago: Moody Publishers 2005.[40]

7. Το να εξηγήσουμε την αποστολική πατρότητα συγγραφής της Β΄ Πέτρου είναι ευκολότερο από το να την καταρρίψουμε. Για το λόγο αυτό, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην παρούσα επιστολή, η αποδοχή της πατρότητας του Πέτρου είναι μια βιώσιμη εναλλακτική λύση (σελ. 219). Kistemaker, S. J., & Hendriksen, W., Vol. 16: Exposition of the Epistles of Peter and the Epistle of Jude, Grand Rapids: Baker Book House 1987.[41]

8. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο απόστολος Πέτρος δεν έγραψε αυτή την επιστολή. Πιστεύω ότι το έκανε για δύο λόγους. Οι αποδείξεις κατά της συγγραφής από τον Πέτρο δεν είναι πειστικές και συχνά εξαρτώνται από την οικοδόμηση της μιας υπόθεσης πάνω στην άλλη, όταν η κάθε υπόθεση είναι εκπληκτικά αδύναμη. Gardner, P., Focus On the Bible commentary series: 2 Peter and Jude, (2 Pe 1:1), Christian Focus Pub 1999 [42]

13. -=Κ.Δ. 24=- ‘Eπιστολή Ιωάννου Α΄:
14. -=Κ.Δ. 25=- ‘
Eπιστολή Ιωάννου Β΄:
Αμφιβολίες για συγγραφέα (ισχύουν τα ίδια και στις δύο επιστολές, και στα ΥΠΕΡ & στα ΚΑΤΑ).
ΚΑΤΑ Χ 2 (McDonald & Porter)

ΥΠΕΡ Χ 4

1. Υπάρχουν τρία βιβλία στην Καινή Διαθήκη που η πρώιμη εκκλησία τιτλοφόρησε απλά Ιωάννου Α΄, Β΄και Γ’. Τα καλούμε επιστολές ή γράμματα του Ιωάννη. Ήταν η πεποίθηση της μεγάλης πλειοψηφίας των πρώτων πατέρων της Εκκλησία ότι αυτά τα βιβλία γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα που έγραψε το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, δηλαδή τον γιο του Ζεβεδαίου, τον Ιωάννη τον μαθητή του Ιησού […] Η μόνη άλλη υπόθεση εκκλησιαστικής αυθεντίας της πρώιμης εκκλησίας που θα πρέπει να σημειωθεί είναι του Παπία Ιεραπόλεως, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, αποδίδει τα Α΄Β΄και Γ΄Ιωάννου σε έναν άλλο Ιωάννη-έναν άνδρα γνωστό ως Ιωάννης ο Πρεσβύτερος. Αλλά η άποψή του δεν έγινε δεκτή από την πρώιμη εκκλησία, η συναίνεση της οποίας σαφώς ευνοεί την άποψη ότι ο Ιωάννης, μαθητής του Κυρίου, είχε γράψει αυτές τις τρεις επιστολές προς τους Χριστιανούς […] Πριν κάνουμε κάποιες ιδιαίτερες παρατηρήσεις σχετικά με αυτές τις επιστολές του Ιωάννη πρέπει πρώτα να εστιάσουμε στα άλλα Ιωάννεια βιβλία, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και το βιβλίο της Αποκάλυψης (σελ. 13). Palmer, E. F., & Ogilvie, L. J., The Preacher’s Commentary Series, Volume 35: 1, 2 & 3 John / Revelation, Nashville, Tennessee: Thomas Nelson Inc. 1982[43]

2. Αν κοιτάξουμε τη μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας και δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις δηλώσεις των μαρτύρων αναφορικά με τον συγγραφέα της παρούσας επιστολής, πρέπει να χαθεί πάσα αμφιβολία ότι ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης είχε θεωρηθεί, χωρίς αντίφαση, ότι ήταν ο συγγραφέας της (σελ . 6) […] Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται αδύνατο να αρνηθεί κανείς την Αποστολική και Ιωάννεια προέλευση αυτών των Επιστολών. Και οι δύο είχαν γραφτεί από έναν και από τον ίδιο συγγραφέα, από έναν ανεξάρτητο άνθρωπο, και η Δεύτερη Επιστολή απαιτεί από εμάς να πάμε πίσω στον δημιουργό της Πρώτης (σελ. 184).
Lange, J. P., Schaff, P., Brain, K., & Mombert, J. I., A commentary on the Holy Scriptures: 1, 2, 3 John (6). Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc. 2008[44]

3. Αποδεικτικά στοιχεία τόσο εσωτερικά και εξωτερικά ευνοούν την άποψη ότι ο απόστολος Ιωάννης είναι ο συγγραφέας των τριών επιστολών που του έχει αποδωσει η χριστιανική παράδοση (σελ. 26). Akin, D. L., The New American Commentary Vol. 38: 1, 2, 3 John, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2001[45]

4. Συγγραφέας: Ο απόστολος Ιωάννης. Οι ομοιότητες ανάμεσα στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και τις επιστολές αυτές που προσδιορίζονται ως 1, 2 και 3 Ιωάννου είναι τόσο αξιοσημείωτες που θα ήταν δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι αυτά τα γραπτά είχαν συνταχθεί από δύο διαφορετικά άτομα (σελ. 1). Barton, B. B., & Osborne, G. R., Life application Bible commentary: 1, 2 & 3 John, Wheaton, Ill.: Tyndale House 1998.[46]
15. -=Κ.Δ. 26=- ‘Επιστολή Ιούδα’:
Αμφιβολίες για συγγραφέα.
ΚΑΤΑ Χ 1 (Drane)

ΥΠΕΡ Χ 3

1. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας είναι όντως ο Ιούδας, ο αδελφός του Ιακώβου και ετεροθαλής αδελφός του Ιησού. Και, ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει ότι αυτός ο Ιούδας είναι δούλος του Ιησού Χριστού (σελ. 243).
Cedar, P. A., & Ogilvie, L. J., The Preacher’s Commentary Series, Volume 34: James / 1 & 2 Peter / Jude, Nashville, Tennessee: Thomas Nelson Inc. 1984[47]

2. Σε πολλούς, τόσο στην αρχαία όσο και στη σύγχρονη εποχή, έχει επικρατήσει η γνώμη πως ο απόστολος είναι ο συντάκτης […] Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση πρέπει να είναι υπέρ του αδελφού του Κυρίου (σελ. iv). The Pulpit Commentary: Jude (H. D. M. Spence-Jones, Ed.), Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc. 2004[48]

3. Οι εξωτερικές αποδείξεις για τον Ιούδα είναι πραγματικά αρκετά ισχυρές […] Τα πρώτα εξωτερικά αποδεικτικά στοιχεία, τότε, μαρτυρούν την αυθεντικότητα της επιστολής. Πολύ πιθανόν να αμφισβητήθηκε μόνο αργότερα λόγω της χρήσης των ψευδεπίγραφων βιβλίων, η οποία στην πραγματικότητα είναι μια έμμεση υποστήριξη της γνησιότητάς της, γιατί ένας συγγραφέας που νοιαζόταν να εμφανίσει το έργο του ως γνήσιο δεν θα τα παρέθετε (σελ. 408). Schreiner, T. R., The New American Commentary Vol. 37: 1, 2 Peter, Jude, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2003.[49]

Λυπόμαστε για τον άδικο κόπο που έκανε ο Zawadi, του οποίου τα απολογητικά άρθρα αναιρούνται καθημερινά, όμως η αλήθεια για την αξιοπιστία της Α.Γ. είναι διαφορετική από αυτήν που μας παρουσιάζει, και η αλήθεια πρέπει να λέγεται…

Έχοντας καταρρίψει χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια την απελπισμένη απόπειρα των Ισλαμιστών απολογητών να χρησιμοποιήσουν συμπεράσματα μιας μειοψηφίας «αμφισβητιών» συγγραφέων για να χτυπήσουν την αξιοπιστία του Χριστιανισμού, έχουμε να σημειώσουμε τα εξής συμπερασματικά:

  • Οι ισλαμιστές έχουν ανάγκη από στοιχεία που να δείχνουν ότι η Αγία Γραφή είναι αναξιόπιστη, καθώς σε πολλά σημεία αυτή διαψεύδει το (μεταγενέστερο) Κοράνιο. (Την αναξιοπιστία του Κορανίου θα σχολιάσουμε σε επόμενο άρθρο.) Επειδή όταν επιτίθονται στην αξιοπιστία της Α.Γ. από μόνοι τους δεν γίνονται πιστευτοί, όπως περιγράψαμε στην εισαγωγή, χρειάζονται κάποιους «άθρησκους» κι ακόμα καλύτερα «χριστιανούς λογίους» που να υποστηρίζουν ότι η Α.Γ. είναι αναξιόπιστη, για να χρησιμοποιήσουν τη γνώμη τους ως «αποδεικτικό στοιχείο». Πολύ συχνά αλιεύουν «γνώμες» μεταξύ ευαγγελικών προτεσταντών. Εννοείται, ότι τις πολύ περισσότερες γνώμες λογίων υπέρ της αξιοπιστίας της Α.Γ. τις κάνουν γαργάρα, αφού δεν τους συμφέρουν.
  • Οι «άθρησκοι» και «χριστιανοί λόγιοι» πουλάνε αμφισβήτηση με το αζημίωτο, καθώς όσο πιο εξωφρενική είναι μια αμφισβήτηση τόσο πιο μεγάλες πωλήσεις κάνει το βιβλίο που την περιέχει, άρα τόσο περισσότερο ανεβαίνουν τα ποσοστά του συγγραφέα. Παράλληλα κάποιοι από αυτούς (που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμη από τον ισλαμιστή φίλο μας) κάνουν χρυσές δουλειές με ομιλίες και διαλέξεις, καθώς, όπως γράφεται, για κάθε εμφάνιση εισπράττουν 5.000 δολάρια.
  • Αρκετοί από αυτούς τους «αμφισβητίες» δεν είναι τελικά τόσο χρήσιμοι στο Ισλάμ (όπως θα δούμε αργότερα), γιατί, αν και διατυπώνουν αντιρρήσεις για την πατρότητα βιβλίων της Α.Γ., λένε τα ίδια και χειρότερα για την αξιοπιστία του Κορανίου, ενώ κάποιοι από αυτούς έχουν δημόσια υποστηρίξει θέσεις που αναιρούν τις θέσεις του Κορανίου: Για παράδειγμα, ότι σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που υπάρχουν ο Ιησούς Χριστός πραγματικά σταυρώθηκε, πράγμα που το Κοράνι αρνείται.
  • Οι λόγιοι που καταρρίπτουν τις απόψεις των «αμφισβητιών» περί αγνώστων συγγραφέων της Α.Γ. είναι πολύ περισσότεροι και ανήκουν σε κάθε χρονική περίοδο, μέχρι και στην πολύ πρόσφατη, στην οποία ανήκουν και πολλοί από τους «αμφισβητίες».
  • Η χριστιανική πίστη και θεολογία ΔΕΝ πηγάζει από τη Βίβλο (προτεσταντική πεποίθηση), αλλά από την άμεση αποκάλυψη του Θεού στους αγίους όλων των εποχών. Η Κ.Δ. καταγράφει απλώς το προφορικό κήρυγμα του Χριστού και των αγίων αποστόλων Του. Όποιοι κι αν την έγραψαν, όποτε κι αν την έγραψαν, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτά έλεγε ο Χριστός και οι μαθητές Του. Οπότε οι ισλαμιστές φίλοι μας, εκτός που δεν αποδεικνύουν τίποτα, κάνουν μια κριτική που δεν αγγίζει καθόλου τον Χριστιανισμό. Κοινώς, «βαράνε στο γάμο του καραγκιόζη»…

[1] According to Matthew: although nowhere in the book itself does it say who wrote it, tradition attributes it directly or indirectly to the Apostle Matthew, and the traditional title in the Greek text calls it his Gospel […] “according to” is a better translation. It is possible to say “as Matthew wrote it,” so that the full title of the book would be “The Good News about Jesus Christ as Matthew wrote it” or “The Good News as Matthew wrote it” (σελ. 5). Newman, B. M., & Stine, P. C., A handbook on the Gospel of Matthew, UBS handbook series, New York: United Bible Societies 1988.

[2] It is possible that 10:3 is a hint at Matthew’s authorship. It adds “tax-gatherer” after his name. This self deprecating comment is not found in Mark. Matthew also was not a well known person in the NT or early church. Why would so much tradition have developed around his name and this first apostolic Gospel? (σελ. 5) Utley, R. J. D., New Testament Survey: Matthew – Revelation, Marshall, Texas: Bible Lessons International 2001.

[3] Matthew was particularly modest in writing his gospel account […] We know of his authorship because his name is attached to all early copies of the manuscripts and because the early church Fathers unanimously attest him to be the book’s author. It is obvious from the text itself that Matthew wrote this gospel before the destruction of Jerusalem and the Temple in a.d. 70 (βλ. Introduction > Authorship). MacArthur, J., Matthew, Chicago: Moody Press.

[4] Neither Luke nor Acts names the author of these two volumes, but information from these books and some external historical evidence help us determine the author and his background [..] This racial background is significant because it makes Luke the only non-Jewish author of the New Testament. Bock, D. L., The IVP New Testament commentary series: Luke (Lk 1:1). Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press 1994.

[5] The Author of the Third Gospel is the Author of Acts. This position is so generally admitted by critics of all schools that not much time need be spent in discussing it (σελ. xi) […] It would be waste of time to cite more evidence. It is manifest that in all parts of the Christian world the Third Gospel had been recognized as authoritative before the middle of the second century, and that it was universally believed to be the work of S. Luke. No one speaks doubtfully on the point […] With this large body of historical evidence in favour of S. Luke before us, confirmed as it is by the medical expressions in both books, it is idle to search for another companion of S. Paul who might have been the author (σελ. xvi). Plummer, A., A critical and exegetical commentary on the Gospel According to S. Luke, London: T&T Clark International 1896.

[6] In short, the best hypothesis is still that the Gospel was composed by Luke (σελ. 34). Marshall, I. H., The Gospel of Luke: A commentary on the Greek text, The New international Greek testament commentary, Paternoster Press 1978.

[7] The earliest traditions of the Church […] all bear witness that the author of the Third Gospel was identical with the writer of the Acts, and that this person was the St. Luke […] the use of the first person plural (σελ. xv) […] indicates that the writer, St. Luke, had again joined St. Paul (σελ. xvii). The Pulpit Commentary: St. Luke (H. D. M. Spence-Jones, Ed.), Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc 2004

[8] As far therefore as indirect internal evidence is concerned, the conclusion towards which all the lines of inquiry converge remains unshaken, that the fourth Gospel was written by a Palestinian Jew, by an eye-witness, by the disciple whom Jesus loved, by John the son of Zebedee (σελ. xxv) […] There is not, with one questionable exception, any positive indication that doubt was anywhere thrown upon the authenticity of the book (σελ. xxxii). The Gospel according to St. John (B. F. Westcott & A. Westcott, Ed.), London: J. Murray 1908.

[9] While we cannot prove beyond all doubt that John the apostle was the author, we can say that there is more reason for holding to this view than to any other (σελ. 1180).
Elwell, W. A., & Beitzel, B. J., Baker encyclopedia of the Bible, Grand Rapids, Mich.: Baker Book House 1988.

[10] The genuineness of this Gospel, i.e., the fact that the apostle John was its author, is beyond all reasonable doubt. In recent times, from about 1820, many attempts have been made to impugn its genuineness, but without success. λήμμα «John, Gospel of», Easton, M., Easton’s Bible dictionary, Oak Harbor, WA: Logos Research Systems, Inc. 1996

[11] According to early Church tradition, the fourth gospel was written by the apostle John, the son of Zebedee. Although the work does not mention John by name (perhaps out of modesty), several internal evidences do support or at least suggest his authorship (σελ. 589). λήμμα: JOHN, GOSPEL OF, Myers, A. C., The Eerdmans Bible dictionary, Grand Rapids, Mich.: Eerdmans 1987.

[12] Probably there will never be full agreement about authorship. But where absolute certainty is unattainable we must choose on the basis of the probabilities. In this case the evidence is much more in favor of John the apostle than against him, and there is no other candidate with even a show of probability. We should accordingly accept John as the author (τόμ. 2, σελ. 1100). Bromiley, G. W., The International Standard Bible Encyclopedia (Revised), Wm. B. Eerdmans 1988.

[13] In the face of problems such as these, many have concluded that while John may have furnished much of the material of the Gospel, another—probably one of his close disciples—acutally wrote it. But it is still possible to maintain John’s authorship, since no decisive argument against it has been raised, and no satisfactory alternative has been offered. λήμμα: JOHN, GOSPEL OF, Pfeiffer, C. F., Vos, H. F., & Rea, J., The Wycliffe Bible Encyclopedia, Moody Press 1975.

[14] Church tradition consistently testifies from the second century onward that the author is Luke the beloved physician […] This identification best explains all the New Testament evidence. Larkin, W. J., Briscoe, D. S., & Robinson, H. W., The IVP New Testament commentary series Vol. 5: Acts (Acts 1:1), Downers, Ill., USA: InterVarsity Press 1995.

[15] The position of this commentary is that the traditional view of Luke as author of both volumes has more to commend it than any of the alternative explanations (σελ. 18). Faw, C. E., Believers church Bible commentary: Acts, Scottdale, PA: Herald Press 1993.

[16] Traditional Lukan authorship is assumed throughout this commentary (σελ. 27). Polhill, J. B., The New American Commentary Vol. 26: Acts, Nashville: Broadman & Holman Publishers 1992.

[17] It has been shown, therefore, that as soon as the church began to assign the New Testament writings to definite authors it “with one accord” named Paul as the author of Ephesians. There was no doubt or dissent. This definite ascription began about the latter part of the second century. But even earlier than this the existence of the letter and the high value which the church attached to it as inspired Scripture was everywhere recognized. There is no reason to depart from these traditional convictions (σελ. 56). Hendriksen, W., & Kistemaker, S. J., Vol. 7: New Testament commentary: Exposition of Ephesians, Grand Rapids: Baker Book House 1995 (c1967)

[18] The Apostle Paul is designated as the author in the Epistle itself, not only in the address (1:1), but also in the body of the Epistle (2:1) […] The testimony of the ancient church points without exception to the Epistle to the Ephesians as an Epistle of the Apostle Paul […] Renan calls this Epistle «doubtful» […] [but] The objections have been so fairly and fully confuted that they can no longer be considered to deserve any serious attention» (σελ. 9-10). KARL BRAUNE, D. D., THE EPISTLE OF PAUL TO THE EPHESIANS, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008

[19] The genuineness and authenticity admit of no reasonable doubt. The testimonies of the Early Church are unusually strong and persistent […] and have never been called in questions till comparatively recent times. The objections are purely of a subjective character, being mainly founded on imaginary weaknesses in style or equally imaginary references to early Gnosticism, and have been so fairly and fully confuted that they can no longer be considered to deserve any serious attention (σελ. xvi) Ellicott, C. J., St. Paul’s Epistle to the Ephesians, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008

[20] The witness in favor of Paul’s authorship is therefore overwhelming. Testimony, both internal and external, yields but one conclusion, namely, that it was Paul who wrote Colossians (σελ. 37). Hendriksen, W., & Kistemaker, S. J., Vol. 6: New Testament commentary, Exposition of Colossians and Philemon, Grand Rapids: Baker Book House, 2002

[21] The testimony of the early Church, as in the case of the Epistle to the Ephesians…is in favor of the Pauline authorship […] It could not occur to any considerate person to doubt its genuineness or make a critical plaything of it (σελ. 4) KARL BRAUNE, D. D., A commentary on the Holy Scriptures: Colossians, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008

[22] …before the middle of the second century, there is evidence of the general reception of the Epistle as St. Paul’s at that period (σελ. xiii). Abbott, T. K. (1909). A critical and exegetical commentary on the epistles to the Ephesians and to the Colossians, New York: C. Scribner’s sons.

[23] Perhaps it is best to understand any shift in Paul’s thinking as reflecting the dynamic of a single person who is intent on communicating theological convictions in practical ways to different audiences at different moments in the course of a long career. Shouldn’t we expect a similar dynamic to be reflected over time in our own letters? In summary, then, any difference in theological formulation that the interpreter might find in Colossians is best explained either by Paul’s literary strategy or by the ferment of his historical and personal situation. Wall, R. W., Colossians & Philemon. The IVP New Testament commentary series, (Col 1:1), Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press 1993

[24] First Timothy, along with 2 Timothy and Titus, belongs to the group of Paul’s writings known as the Pastoral Epistles […] The evidence is clear. Paul the apostle wrote the Pastoral Epistles, as the church (Until recent times) has always maintained. MacArthur, J., 1 Timothy, Chicago: Moody Press 1995 (στο τέλος του εισαγωγικού κεφαλαίου με τον τίτλο: Authorship).

[25] The external proofs for the genuineness of the Pastoral Epistles, apart from the tradition of the ancient Church, are as numerous and undoubted as for the other writings of St. Paul. (σελ. 1) […] The external evidences for the authenticity of the Pastoral Epistles […] not only prove nothing against the genuineness of the Pastoral Epistles, but rather confirm them in a striking manner (σελ. 3) […] there is such a homogeneity in the three Epistles, that neither can be separated from the other two, and hence we may justly infer the identity of authorship (σελ. 3) […] there is a whole period in the life of Paul, in which we can place the authorship of the Pastoral Epistles (σελ. 6). J. J. VAN OOSTERZEE, A commentary on the Holy Scriptures: 1 & 2 Timothy. Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2008

[26] The studies of both Ellis and Prior demonstrate how far from «assured» is the case for pseudonymity […] If an amanuensis enters the equation, «vocabulary, idiom, and theological expression can no longer be used in any precise way to determine the Pauline authorship of the letters ascribed to him» […] If sole Pauline authorship is considered, differences between the Pastoral Epistles and the other (coauthored) Pauline epistles may well signify authenticity. Either way, we can be confident that the Pastoral Epistles express Paul’s messages to Timothy and Titus and the churches in which they were at work (σελ. 35). Towner, P., Vol. 14: 1-2 Timothy & Titus. The IVP New Testament commentary series, Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press 1994.

[27] In the face of the known practice of the early church and Paul’s opposition to a pseudonymous letter, it seems unlikely that the church would have knowingly accepted a pseudonymous writing into the New Testament. It would present an ethical problem if a writer, knowing the opposition of the church, persisted in writing a pseudonymous epistle. Pauline authorship seems to be the more viable option (σελ. 35). Lea, T. D., & Griffin, H. P., Vol. 34: 1, 2 Timothy, Titus, The New American Commentary, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2001, c1992.

[28] The conclusion, then, with regard to the internal marks of style, diction, sentiment, doctrine, incidental allusions to men, and things, and places, and institutions, is that they are in full accordance with the external testimony which assigns these Epistles undoubtingly to the apostle whose name they bear; and that the pastoral Epistles are the authentic works of St. Paul (σελ. viii). H. D. M. Spence-Jones (Ed.), The Pulpit Commentary: 1 Timothy, Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc., 2004

[29] Doubts concerning the authorship of the epistle have never raised serious questions concerning its authority, canonicity, or trustworthiness (σελ. 20). Pentecost, J. D., & Durham, K., Faith that endures: A practical commentary on the book of Hebrews, Grand Rapids, MI: Kregel Publications 2000.

[30] The Eastern Church (Alexandria, Egypt) accepted Paul’s authorship (σελ. 2). Utley, R. J. D., Volume 10 – The Superiority of the New Covenant: Hebrews, Marshall, Texas: Bible Lessons International.

[31] Its Writer. This, we are fully assured, was the apostle Paul (σελ. 12). Pink, A. W., An exposition of Hebrews, Swengel, Pa.: Bible Truth Depot 1954.

[32] Though the authorship of Hebrews is widely debated, there are many good reasons to accept the idea of Paul’s authorship (σελ. 14) Pentecost, J. D., & Durham, K., Faith that endures: A practical commentary on the book of Hebrews, Grand Rapids, MI: Kregel Publications 2000.

[33] Sometime between the years 40 and 50 that James who was at the head of the mother church in Jerusalem wrote this epistle to the Jewish Christians of the neighboring provinces (σελ. 503). Lenski, R. C. H., The interpretation of the Epistle to the Hebrews and of the Epistle of James, Columbus, Lutheran book concern 1966.

[34] Τhe evidence of Christian material deeply embedded in the text of James makes those theories claiming a purely Jewish origin for the book unlikely. Second, some of the material favors an early date for the traditions behind the epistle and the probability of their authorship by James the Just (σελ. 21). Davids, P. H., The Epistle of James, Grand Rapids, Mich.: Eerdmans 1982.

[35] The content of the letter is consistent with the view that James the brother of the Lord is its author.
Holloway, G., James & Jude, The College press NIV commentary (Jas 1:2). Joplin, Mo.: College Press Pub 1996.

[36] In the final analysis, most conservative scholars argue that the apostle Peter wrote 2 Peter […] Nonconservative scholars make significant arguments against Petrine authorship, but they wrongly claim that they have proven that Peter did not write this letter. Black, A., & Black, M. C., 1 & 2 Peter. The College Press NIV commentary (2 Pe 1:1). Joplin, Mo.: College Press Pub 1998.

[37] The conclusion at which Dr. Zahn arrives, after an elaborate discussion of all the points involved, is that 2 Peter was written before 1 Peter by the apostle’s own hand […] Zahn’s views rest on so strong a support of learning and good sense that they must be treated with great respect (σελ. 246).
Bigg, C., A critical and exegetical commentary on the Epistles of St. Peter and St. Jude, Edinburgh: T&T Clark International 1901.

[38] We conclude that 2 Peter is authentic and that such a conclusion is more persuasive than competing theories (σελ. 275). Schreiner, T. R., Vol. 37: 1, 2 Peter, Jude, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2003.

[39] To sum up, Peter unarguably knew Jesus Christ, both in His human and resurrected bodies, and he had also particularly experienced the power of the Paraclete, the Holy Spirit, whom Jesus sent. Peter was uniquely qualified to be a credible witness for the gospel, both by his unique personal experiences, and his ministry which, at the time of writing this letter, extended over thirty-four years. This, then, is the human instrument who the Holy Spirit used to convey God’s message to the Church. Mills, M., II Peter: A study guide to the Second Epistle by Peter (2 Pe 1:5), Dallas: 3E Ministries 1987.

[40] Thus, despite the skepticism and doubts of modern critics, the best answer to the question of who wrote 2 Peter is “Simon Peter, a bond-servant and apostle of Jesus Christ” (σελ. 14). MacArthur, J., 2 Peter and Jude, Chicago: Moody Publishers 2005.

[41] To explain apostolic authorship of II Peter is easier than to disprove it. For that reason, I conclude that in spite of the problems we encounter in this epistle, accepting Petrine authorship is a viable option (σελ. 219).
Kistemaker, S. J., & Hendriksen, W., Vol. 16: Exposition of the Epistles of Peter and the Epistle of Jude, Grand Rapids: Baker Book House 1987.

[42] Many argue that Peter, the apostle, did not write this letter. I believe he did for two reasons. The evidence against Petrine authorship is unconvincing and often depends upon building one hypothesis upon another when each hypothesis is surprisingly weak. Gardner, P., Focus On the Bible commentary series: 2 Peter and Jude, (2 Pe 1:1), Christian Focus Pub 1999

[43] There are three books in the New Testament that the early church simply entitled 1, 2, 3 John. We call them the epistles or letters of John. It was the conviction of the great majority of the early church fathers that these books were written by the same writer as the Gospel of John, namely the Son of Zebedee, John the disciple of Jesus […] The only other early church authorship hypothesis that we should note is that of Papias of Hierapolis, who, according to Eusebius, assigned 1, 2, 3 John to another John—a man known as John the Elder. But his view was not accepted by the early church, whose consensus clearly favors the view that John, the Lord’s disciple, had written these three letters to Christians […] Before we make some particular comments upon these letters of John we must first focus in upon the other Johannine books, the Gospel of John and the Book of Revelation (σελ. 13). Palmer, E. F., & Ogilvie, L. J., The Preacher’s Commentary Series, Volume 35: 1, 2 & 3 John / Revelation, Nashville, Tennessee: Thomas Nelson Inc. 1982

[44] If we glance at the testimony of the ancient Church and pay close attention to the statements of the witnesses respecting the author of this Epistle, all doubt must vanish that the Apostle St. John was, without contradiction, considered to have been its author (σελ. 6) […] Under these circumstances it seems impossible to deny the Apostolic and Johannean origin of these Epistles. They were both written by one and the same author, by an independent man, and the Secind Epistle necessitates us to go back to the author of the First (σελ. 184).
Lange, J. P., Schaff, P., Brain, K., & Mombert, J. I., A commentary on the Holy Scriptures: 1, 2, 3 John (6). Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc. 2008

[45] Evidence both internal and external favors the view that the apostle John is the author of the three letters Christian tradition has attributed to him (σελ. 26).  Akin, D. L., The New American Commentary Vol. 38: 1, 2, 3 John, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2001

[46] ΑUTHOR: The apostle John. The similarities between the Gospel of John and these letters identified as 1, 2, and 3 John are so remarkable that it would be difficult to argue that these writings were done by two different people (σελ. 1).  Barton, B. B., & Osborne, G. R., Life application Bible commentary: 1, 2 & 3 John, Wheaton, Ill.: Tyndale House 1998.

[47] It appears that the author is indeed Jude, the brother of James and the half brother of Jesus. And, of even greater importance, this Jude is a servant of Jesus Christ (σελ. 243). Cedar, P. A., & Ogilvie, L. J., The Preacher’s Commentary Series, Volume 34: James / 1 & 2 Peter / Jude, Nashville, Tennessee: Thomas Nelson Inc. 1984

[48] With many, both in ancient and in modern times, the opinion has prevailed that the apostle is the author […] This being the case, the decision must be in favour of the Lord’s brother (σελ. iv).  The Pulpit Commentary: Jude (H. D. M. Spence-Jones, Ed.), Bellingham, WA: Logos Research Systems, Inc.  2004

[49] The external evidence for Jude is actually quite strong […] The earliest external evidence, then, witnesses to the letter’s authenticity. It probably was only doubted later because of the use of pseudepigraphical books, which actually is an indirect support of its authenticity, for an author concerned about the appearance of authenticity would not have cited them (σελ. 408). Schreiner, T. R., The New American Commentary Vol. 37: 1, 2 Peter, Jude, Nashville: Broadman & Holman Publishers 2003.

Η απελπισμένη απολογητική του Ισλάμ-2: Ο Μουχάμμαντ είναι αληθινός προφήτης σύμφωνα με την Α΄επιστολή Ιωάννου κεφ. 4

Όπως είναι φυσικό, κάθε αποκάλυψη της φύσης του Ισλάμ, κάθε ξεσκέπασμα της απατηλότητας των επιχειρημάτων του και κάθε «αρνητική» κριτική γι’ αυτό, αντιμετωπίζεται από τους απολογητές του Ισλάμ ως επίθεση που πρέπει να εξουδετερώσουν. Σ’ αυτό το άρθρο θα δούμε μέρος της προσπάθειας που κάνει ο «απολογητής του Ισλάμ» Άχμαντ Ελντίν, στη σελίδα http://islamforgreeks.org/2010/02/04/refuting-greekmurtad/  με τίτλο «Ξεμπροστιάζοντας την απατεωνιά και την ψευτιά του «greekmurtad». Συγκεκριμένα θα απαντήσουμε στο δεύτερο ηχητικό αρχείο της σελίδας με τίτλο «Ο Μωάμεθ είναι αληθινός Προφήτης σύμφωνα με την Α επιστολή του Ιωάννου 4: 1-2». (Θα ακολουθήσουν απαντήσεις και στα υπόλοιπα ηχητικά αρχεία του Άχμαντ Ελντίν.)

Ο απολογητής αναφέρει το απόσπασμα από την Α΄επιστολή Ιωάννου 4:1, «Αγαπητοί, μη πιστεύετε σε κάθε πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα αν είναι από τον Θεό· επειδή, πολλοί ψευδοπροφήτες έχουν βγει στον κόσμο» που μπορείτε να δείτε στη δεύτερη θέση στο δεξί πάνελ μας, προσπαθώντας να αποδείξει ότι  εμείς χρησιμοποιούμε το εδάφιο για «να αμαυρώσουμε  την προφητική ιδιότητα του προφήτη Μωάμεθ»,  ενώ στην πραγματικότητα ο Μουχάμμαντ είναι αληθινός προφήτης του Θεού και όχι ψευδοπροφήτης.

Ισχυρίζεται ο φίλος μας στο ηχητικό αρχείο, ότι επίτηδες δεν βάζουμε τον επόμενο στίχο, ο οποίος  επιβεβαιώνει την προφητική ιδιότητα του Μουχάμμαντ. Και να τι λέει ο στίχος αυτός:

«Από τούτο γνωρίζεται το Πνεύμα τού Θεού· κάθε πνεύμα που ομολογεί τον Ιησού Χριστό ότι έχει έρθει με σάρκα προέρχεται από τον Θεό»

Σύμφωνα με τον Άχμαντ, εδώ έχουμε το τεστ για το αν κάποιος είναι ψευδοπροφήτης ή αληθινός προφήτης, και ο Μουχάμμαντ και το Κοράνι περνάνε το τεστ, γιατί το Κοράνι λέει:

«Ο ΑΛΛΑΧ σου αναγγέλει ευχάριστα νέα μ’ ένα Λόγο του, το όνομα του θα είναι Μεσσίας Ιησούς (Χριστός Ιησούς), το παιδί της Μαριάμ, θα τύχει δε μεγάλης τιμής σ’ αυτόν τον κόσμο και στο μελλοντικό, και σύντροφος μ’ εκείνους που βρίσκονται πολύ κοντά στον ΑΛΛΑΧ» (Κοράνι 3:45) .

«Το Κοράνι και κατά συνέπεια ο Μωάμεθ ομολογεί τον Ιησού σαν Χριστό (Μεσσία) άρα σύμφωνα με το τεστ του «Ιωάννη» είναι από το Θεό.» σημειώνει και σε άλλο σχετικό άρθρο του ο φίλος μας.

Αυτό το λάθος είναι χαρακτηριστικό της διαστρέβλωσης που κάνουν στην Αγία Γραφή οι ισλαμιστές. Το συγκεκριμένο τεστ αφορά μια συγκεκριμένη αίρεση, που αρνείται ότι ο προϋπάρχων Λόγος του Θεού ενσαρκώθηκε στον Χριστό. Την εποχή του αγίου Ιωάννη, οι τότε αιρετικοί αρνούνταν ότι ο Χριστός πήρε αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη και ανθρώπινο υλικό σώμα. Τον θεωρούσαν άσαρκο θεϊκό πνεύμα, που κατέβηκε από τον ουρανό με φαινομενικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αυτό ακριβώς αντικρούει εδώ ο απόστολος και ευαγγελιστής. Δεν μας λέει ότι αυτό είναι το μοναδικό τεστ για τον κάθε αιρετικό ανά τους αιώνες (όπως οι απολογητές του Ισλάμ θα ήθελαν να νομίζουμε), ούτε ότι όποιος πει ότι ο Μεσσίας ήρθε με σάρκα, είναι από τον Θεό!

Μήπως ο Άχμαντ Ελντίν εννοεί ότι οι ΜτΙ είναι εκ Θεού επειδή δέχονται Χριστό με σάρκα;;;;
Μήπως άμα βρεθεί μια σέκτα που να λέει ότι δέχομαι Χριστό με σάρκα αλλά μέθυσο, θα είναι εκ Θεού αυτή η σέκτα για τον Άχμαντ Ελντίν;
Παρομοίως, μήπως κατά τη γνώμη του άμα βρεθεί μια σέκτα που να λέει ότι δέχομαι Χριστό με σάρκα αλλά μοιχό και δολοφόνο, θα είναι εκ Θεού;

Η επιστολή από την οποία ο φίλος μας πετσοκόβει ό,τι νομίζει ότι κάνει για το σκοπό του, είναι γραμμένη από τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Όποιος διαβάσει ΟΛΟΚΛΗΡΟ το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, θα δει ότι μιλάει για Χριστό με σάρκα, αλλά ταυτόχρονα προϋπάρχοντα Υιό και Λόγο του Θεού και Θεό κατά πάντα: «και Θεός είναι ο Λόγος» όπως και σε πολλά άλλα σημεία:
Ιωάν. 1,1
Ιωάν. 5,18
Ιωάν. 10,33
Ιωάν. 20,28

Δεν χρειάζεται όμως καν να ανατρέξουμε στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, αφού  στην ίδια επιστολή, μερικά εδάφια παρακάτω, ο Ιωάννης λέει (μέσα σε αγκύλες είναι τα δικά μας σχόλια):

14 Κι εμείς είδαμε και δίνουμε μαρτυρία ότι ο Πατέρας απέστειλε τον Υιό Σωτήρα τού κόσμου. [Το Ισλάμ δεν αναγνωρίζει τον Ιησού ως Υιό του Θεού]
15 Όποιος ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός τού Θεού, ο Θεός μένει σε ενότητα μ’ αυτόν, κι αυτός μένει σε ενότητα με τον Θεό. [Το Ισλάμ λέει ότι όποιος ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι Υιός του Θεού διαπράττει «shirk» και τιμωρείται από τον Αλλάχ]
16 Κι εμείς γνωρίσαμε και πιστέψαμε την αγάπη που έχει για μας ο Θεός. Ο Θεός είναι αγάπη· και εκείνος που μένει μέσα στην αγάπη, μένει σε ενότητα με τον Θεό και ο Θεός μένει σε ενότητα μ’ αυτόν. [Το Ισλάμ δεν δέχεται ενότητα μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ούτε ότι ο Θεός «είναι αγάπη», αλλά ότι «έχει αγάπη» (η οποία, όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο, είναι ιδιοτελής και περιορισμένη, υπό όρους)]

Οπότε ο Ιωάννης μιλάει για Χριστό με σάρκα μεν, αλλά έτσι όπως μας τον έχει ο ίδιος περιγράψει και όχι όπως θέλει ο κάθε μουσουλμάνος απολογητής.

Στην πραγματικότητα το ισλαμικό κοράνι και, στη συνέχεια, οι μουσουλμάνοι, δεν ομολογούν το Χριστό «εν σαρκί εληλυθότα» με τον τρόπο που παρουσιάζει ο Ιωάννης, γιατί τότε θα έπρεπε να παραδέχονται ότι, πριν γεννηθεί «με σάρκα» (ως άνθρωπος), υπήρχε με άλλη, άσαρκη μορφή, κάπου αλλού, απ’ όπου «ήρθε» («ελήλυθε») εν σαρκί. Αυτό σημαίνει όμως ότι δεν είναι απλά άνθρωπος, αλλά άνθρωπος και κάτι άλλο, το οποίο προϋπήρχε – και πρέπει να διερευνηθεί από το Ισλάμ τι ήταν αυτό το «άλλο». Επομένως, με χριστιανικά κριτήρια, το πνεύμα που υπαγόρευσε στο Μουχάμμαντ το κοράνι μέσω του Γαβριήλ δεν μπορεί να θεωρηθεί Θεός – άρα ούτε ο Μουχάμμαντ μπορεί να θεωρηθεί αληθινος προφήτης του αληθινού Θεού.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: όπως προαναφέραμε, την εποχή του αγίου Ιωάννη, οι τότε αιρετικοί αρνούνταν ότι ο Χριστός πήρε αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη και ανθρώπινο υλικό σώμα. Τον θεωρούσαν άσαρκο θεϊκό πνεύμα, που κατέβηκε από τον ουρανό με φαινομενικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια όμως εμφανίστηκαν άλλοι αιρετικοί, που αμφισβήτησαν κάθε σημείο της διδασκαλίας του Χριστού και της πίστης των χριστιανών – ένας αμφισβητούσε το ένα, άλλος το άλλο, ένας τρίτος δυο και τρία σημεία μαζί κ.ο.κ.. Έτσι, σήμερα θα λέγαμε ότι απαραίτητο κριτήριο για την αναγνώριση ενός φωτεινού πνεύματος είναι να ομολογήσει την Αγία Τριάδα, το ότι ο Χριστός είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος και γενικά κάθε πτυχή της χριστιανικής διδασκαλίας που κατά καιρούς διαστρεβλώθηκε από αιρετικούς.

Πώς λοιπόν να αναγνωρίσουμε ότι το πνεύμα που υπαγόρεσε το ισλαμικό κοράνι είναι Θεός, όταν αρνείται πως ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού (ενώ ο Ίδιος το διακήρυξε σε αμέτρητα σημεία του ευαγγελίου, π.χ. Ματθ. 26, 29, Λουκ. 2, 41-52. 10, 22, Ιω. 5, 19-26. 10, 30. 14, 9-11. 16, 15. 17, 10 και 17, 21, κ.π.ά.) ή πως ο Θεός είναι τριαδικός, όταν ο Ίδιος ο Ιησούς παράγγειλε στους μαθητές και αποστόλους Του να βαπτίζουν τους ανθρώπους «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19);

Ας δούμε όμως κι άλλο ένα λάθος που ο Άχμαντ παρουσιάζει στο ηχητικό του αρχείο, και το οποίο αλλού έχει διατυπώσει και γραπτά. Διαβάζει το 4:1 εδάφιο από την Α΄ επιστολή του Ιωάννη που παραθέτουμε, «δεν είναι από τον Θεό όλα τα πνεύματα που δίνουν μηνύματα» και προσθέτει και μια δική του επεξήγηση: «Δηλαδή οι προφήτες». Εμείς πουθενά δεν ταυτίζουμε τα πνεύματα με τους προφήτες, ούτε ο Ιωάννης το κάνει αυτό. Όταν ακούσαμε να κάνει το λάθος αυτό, συμφωνήσαμε να προσθέσουμε μια επεξήγηση κάτω από το εδάφιο, για την αποφυγή κάθε παρεξήγησης. Η επεξήγηση λέει: «»Πνεύμα» εννοεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης το πνεύμα που μιλά μέσα από τον προφήτη ή τον ψευδοπροφήτη. Μέσα από τους πραγματικούς προφήτες μιλά το Άγιο Πνεύμα. Μέσα από τους ψευδοπροφήτες μιλούν δαίμονες (ή μιλάνε από μόνοι τους, είναι δηλ. απατεώνες). Στην περίπτωση του Μουχάμμαντ, το «πνεύμα» δεν είναι ο ίδιος, που ήταν άνθρωπος, αλλά ο «Γαβριήλ».» (Ή, αν προτιμάτε, ο «Αλλάχ», μια και ο Αλλάχ υποτίθεται ότι έβαλε τον Γαβριήλ να υπαγορεύσει το Κοράνι στον Μουχάμμαντ.)

Άλλο πράγμα δηλ. το πνεύμα, άλλο ο προφήτης. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό αυτό, δείτε τις Πράξεις 16:16-18, όπου ο Παύλος και ο Τιμόθεος κηρύττουν τη διδασκαλία του Χριστού, και μια κοπέλα που είχε μέσα της κάποιο πνεύμα που μάντευε, αλλά δεν ήταν το Άγιο Πνεύμα, αρχίζει να τους ακολουθεί:

16 Και ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα, η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία.

17 Αυτή, ακολουθώντας τον Παύλο κι εμάς, έκραζε λέγοντας: Οι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ’ εμάς δρόμο σωτηρίας.

18 Κι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. Ο δε Παύλος, επειδή το θεώρησε βάρος, και καθώς στράφηκε προς τα πίσω, είπε στο πνεύμα: Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις έξω απ’ αυτή. Και βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα.

19 Και όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε η ελπίδα τού κέρδους τους [δηλ. δεν μπορούσε πια η κοπέλα να μαντεύει και να τους αποφέρει κέρδος] πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες.

Όπως λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα μιλά μέσα από τους προφήτες του Θεού, έτσι και διάφορα πνεύματα-δαιμόνια μιλάνε μέσα από διάφορους ανθρώπους που δεν είναι προφήτες του Θεού αλλά ψευδοπροφήτες, μάντεις κ.τ.λ.. Το ότι κάποιο πνεύμα εκδηλώνεται μέσα από κάποιον άνθρωπο δεν σημαίνει ότι ταυτίζουμε τον συγκεκριμένο άνθρωπο με το συγκεκριμένο πνεύμα.

Παρατηρούμε επίσης στο εδάφιο των Πράξεων ότι, ενώ το πνεύμα που εκδηλωνόταν μέσα από την κοπέλα ήταν κάποιο δαιμόνιο, ωστόσο το δαιμονικό αυτό πνεύμα πληροφορούσε τον κόσμο ότι οι απόστολοι του Χριστού ήταν «δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν δρόμο σωτηρίας», και το έκανε αυτό επίμονα για πολλές μέρες. Για ποιο λόγο να κάνει κάτι τέτοιο το δαιμονικό πνεύμα; Γιατί καθώς οι απόστολοι αποδείκνυαν με τα λόγια και τα έργα τους ότι πράγματι ήταν σταλμένοι από τον αληθινό Θεό, το δαιμόνιο εμφανιζόταν ως συνεργός τους, αφού τους διαφήμιζε, εμφανιζόταν δηλ. ότι τάχα κι αυτο είναι εκ Θεού. Με τον τρόπο αυτό, διαφημιζόταν κι εκείνο ενώ παράλληλα, όταν οι απόστολοι θα έφευγαν για να κηρύξουν αλλού, η κοπέλα με το δαιμονικό της πνεύμα θα μπορούσε άνετα να συνεχίσει να παρουσιάζεται ως συνεργός των αποστόλων στους ανύποπτους ανθρώπους και να τους παραπλανά.

Αυτό που έκανε η κοπέλα με το πνεύμα πύθωνος αναγνωρίζοντας τους αποστόλους ως απεσταλμένους του Θεού, είναι το ίδιο που έκανε κι ο Μουχάμμαντ αναγνωρίζοντας διάφορους απεσταλμένους του Θεού που ήξερε και ήταν γνωστοί και αποδεκτοί από μεγάλο μέρος των κατοίκων της Αραβίας: Αναγνωρίζοντας τον Αβραάμ επεδίωκε να εμφανιστεί ως συνεχιστής του (μάλιστα τον μιμήθηκε σε πολλά όταν κατέλαβε τη Μέκκα) και παρουσιάζοντας τον Ιησού ως έναν πολύ μεγάλο προφήτη, επεδίωκε να εμφανιστεί ως ένας ακόμη μεγαλύτερος. Μόνο που αυτοί που όπως ο απόστολος Παύλος, γνωρίζουν να διακρίνουν τα πνεύματα, δεν δίνουν σημασία στις μισές αλήθειες που λένε οι δαίμονες, ούτε δίνουν σημασία στις διδασκαλίες τους. Γι’ αυτό και τόσοι χριστιανοί της Αραβίας προτίμησαν να πληρώνουν φόρο υποτελείας στον Μουχάμμαντ και τους ληστές του, παρά να τον τιμήσουν ως αληθινό προφήτη του αληθινού Θεού – που δεν ήταν.

Αναφέρεται ο Μωάμεθ στο Δευτερονόμιο 18:18;

Η απελπισμένη απολογητική του Ισλάμ-3: Ο “περικλυτός” Μουχάμμαντ που τον προφήτεψε ο Ιησούς!